Τρίτη 2 Απριλίου 2013

Θαύμα Αγίου Ραφαήλ: Με λένε Ραφαήλ… Θυμήσου, κάποια στιγμή θα με χρειαστείς!


Θαύμα Αγίου Ραφαήλ: Με λένε Ραφαήλ… Θυμήσου, κάποια στιγμή θα με χρειαστείς!

Με μεγάλη συγκίνηση αλλά και λαχτάρα, αξιώνομαι κι’ εγώ, ύστερα από δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια, να μοιραστώ με όλους τους χριστιανούς αδελφούς μου, το Μέγα Θαύμα που έκανε και στη δική μου οικογένεια ο Άγιος Ραφαήλ.
Από το γάμο μας έχουμε αποκτήσει τρεις γιούς. Ο τρίτος γιος μας, γεννήθηκε πρόωρα, τον Οκτώβριο του 1994, στις τριάντα εβδομάδες κύησης. Παρέμεινε για αρκετό χρονικό διάστημα σε θερμοκοιτίδα, παρόλ’ αυτά, κατάφερε να ανταπεξέλθει και να μεγαλώσει σαν φυσιολογικό μωρό. Εμείς χαιρόμασταν την οικογένειά μας και τίποτε δεν φαινόταν να σκιάζει την ευτυχία μας.
Όπως κάθε καλοκαίρι, έτσι και το καλοκαίρι του 1994 (πριν δεκαοχτώ χρόνια) περνούσαμε ξέγνοιαστα τις διακοπές μας στο σπίτι μας, στο νησί. Ένα μεσημέρι λοιπόν, αφού ξεφύλλισα ένα εβδομαδιαίο περιοδικό και έλυσα γρίφους και σταυρόλεξα, αποκοιμήθηκα. Τότε είδα ένα παράξενο όνειρο: Έναν καλόγερο με γκρι σκούρα ράσα, με μυτερή καλοσχηματισμένη γενειάδα, μετρίου αναστήματος, να στέκεται όρθιος ανάμεσα σε αραιή βλάστηση και χαμηλά δεντράκια. «Με λένε Ραφαήλ» μου είπε και δείχνοντάς μου με το χέρι του μια βραχώδη σπηλιά στο πλάι του, συνέχισε «Εδώ είναι το σπίτι μου. Θυμήσου, κάποια στιγμή θα με χρειαστείς. Να θυμάσαι το Όνομά μου!».
Ξύπνησα! «Ραφαήλ;» αναρωτήθηκα. Δεν ξέρω κανέναν Άγιο ονόματι Ραφαήλ. Μη θέλοντας να ξεχάσω το όνομά του, το σημείωσα στο περιοδικό που διάβαζα πριν αποκοιμηθώ. Ύστερα συνέχισα τον μεσημεριανό μου ύπνο, μην ξέροντας πόσο σπουδαίο ρόλο θα έπαιζε αυτό το όνειρο λίγες μέρες αργότερα. Όταν λοιπόν ξύπνησα, ρώτησα τη μητέρα μου, αν ήξερε κάποιον Άγιο με αυτό το όνομα. «Όχι» ήταν η απάντηση.
Οι μέρες πέρασαν και οι διακοπές τελείωσαν. Επιστρέψαμε στο σπίτι μας, στη Ν. Μάκρη. Όλα πήραν τον καθημερινό τους ρυθμό. Ώσπου μια μέρα, ξαφνικά ο μικρός μας γιος (ήταν τότε 9 μηνών) παίζοντας στο πάρκο του, έπεσε στο πλάι ανάμεσα στα παιχνίδια του. Έμοιαζε να πεθαίνει. Μελανιασμένος, μούσκεμα από τον ιδρώτα, ανοιγόκλεινε το στοματάκι του σαν το πουλάκι που αφήνει την τελευταία του πνοή. Αμέσως, το μετέφερα στο νοσοκομείο, όπου οι γιατροί διέγνωσαν απώλεια αισθήσεων.
Πιθανόν, είπαν, έβαλε κάποιο παιχνιδάκι στο στόμα του που του έφραξε για λίγο την αναπνοή. Τίποτε σπουδαίο. Έτσι επιστρέψαμε σπίτι. Όμως την ίδια ημέρα το ξανάπαθε για δεύτερη και τρίτη και τέταρτη φορά. Οπότε νοσηλεύτηκε για αρκετό χρονικό διάστημα στο νοσοκομείο Παίδων. Οι γιατροί μετά από πολλές εξετάσεις, διέγνωσαν κάποιο πρόβλημα στον εγκέφαλο. Πρόβλημα που θα το ακολουθούσε για την υπόλοιπη ζωή του.
Πάνω, όμως, από την ιατρική διάγνωση και πέρα από την φαρμακευτική θεραπεία, στέκεται ψηλότερα η θρησκεία μας με όλους τους Αγίους της. Έτσι, λοιπόν, μέσα στη στενοχώρια μου και τη θλίψη μου, εκεί που νόμισα πως η ζωή μου μαύρισε και πως η χαρά από την οικογένειά μου χάθηκε για πάντα, άνοιξε η πόρτα του θαλάμου και μπήκε μέσα μια ηλικιωμένη γυναίκα που πουλούσε εικονίσματα Αγίων, για να ζήσει. Μέσα από τη μεγάλη τσάντα με τα εικονίσματα, επέλεξε τυχαία και μου πρότεινε ένα εικόνισμα. Ήταν αυτό του Αγίου Ραφαήλ. «Πάρε, παιδάκι μου, αυτή την εικονίτσα» μου είπε, «κι’ ο Άγιος Ραφαήλ θα κάνει καλά το παιδάκι σου».
Τότε θυμήθηκα το όνειρο που είχα δει. Την ίδια ημέρα πήρα κι’ ένα τηλεφώνημα από παιδίατρο, συγγενικό πρόσωπο, ο οποίος μου είπε: «Εκεί που εμείς οι γιατροί σταματάμε, συνεχίζουν οι Άγιοι. Αύριο θα φύγει η πεθερά μου, θα πάει για ένα δικό μας τάμα στον Άγιο Ραφαήλ, στη Μυτιλήνη και θα ανάψει μια λαμπάδα και για το μωρό». Τότε κατάλαβα πως δεν ήμουνα μόνη και αβοήθητη όπως νόμιζα. Και πως το θαύμα δεν θα αργούσε να γίνει, καθώς ο Άγιος Ραφαήλ με τα δύο αυτά περιστατικά μου υπενθύμιζε το όνειρό μου και με οδηγούσε σε Εκείνον.
Μέρα νύχτα, λοιπόν, παρακαλούσα τον Άγιο Ραφαήλ να γιατρέψει το παιδάκι μου «Άγιε μου Ραφαήλ, προσευχόμουν, βοήθησέ μας, μη μας αφήνεις αβοήθητους να σηκώσουμε τέτοιο Σταυρό». Ύστερα σκεπτόμουν ότι τα βάσανα είναι για όλους τους ανθρώπους … «Εσύ ξέρεις, Άγιε Ραφαήλ, εσύ θα μας οδηγήσεις. Αν νομίζεις πως αυτό είναι το θέλημα του Θεού μας, κάνε μας να νοιώσουμε ελαφρύτερο το Σταυρό μας».
Οι ημέρες περνούσαν. Οι γιατροί είχαν βγάλει το συμπέρασμά τους. Οι κρίσεις του παιδιού έμοιαζαν επιληπτικές. Η φαρμακευτική αγωγή που δόθηκε στο παιδί, ήταν αγωγή για επιληψία. Όμως, ο Άγιος Ραφαήλ είχε κάνει το θαύμα Του, διότι στο κέντρο επιληψίας οι νέες εξετάσεις που έγιναν στον εγκέφαλο του μωρού δεν έδειξαν καμία απολύτως βλάβη.
Τις επόμενες ημέρες επισκεφθήκαμε την Παναγία της Τήνου, προκειμένου να ανάψουμε μια λαμπάδα για την υγεία του παιδιού και να την ευχαριστήσουμε για το μεγάλο δώρο που μας είχε χαρίσει με τη Μεσιτεία Της. Στο δρόμο, λοιπόν, προς την Χάρη Της, μας πλησίασε ένα μικρό αγοράκι. «Κυρία» μου είπε, «ξέρετε πως με λένε;». «Πώς σε λένε αγοράκι μου;» αποκρίθηκα. «Ραφαήλ, κυρία» μου είπε και χάθηκε μέσα στον κόσμο. Χάθηκε ανάμεσα στον κόσμο; Ή εξαφανίστηκε σαν άγγελος; (!)
Αυτό δεν μπόρεσα να το καταλάβω. Όμως, για μένα εκείνη τη στιγμή μου φάνηκε σαν άγγελος Κυρίου που μου έλεγε «Ο Άγιος Ραφαήλ είναι που έσωσε το παιδί σου, Εκείνον πρέπει να ευχαριστήσεις». Και πράγματι, ο Άγιος Ραφαήλ μας έκανε μεγάλο θαύμα. Οι μήνες πέρασαν και όλες οι ιατρικές εξετάσεις απέκλιναν όλο και περισσότερο από τις πρώτες και τελικά το παιδί μεγάλωσε χωρίς κανένα απολύτως πρόβλημα υγείας.
Εμείς ευχαριστούσαμε τον Άγιο Ραφαήλ που μας το χάρισε γερό και σιδερένιο. Και όλα αυτά τα χρόνια επισκεπτόμαστε κάθε εκκλησία που φιλοξενούσε Ιερά Λείψανα του Αγίου για προσκύνημα. Πέρασαν έτσι δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια. Κάποια ημέρα προσέξαμε στο δρόμο μια αφίσα που καλούσε τους πιστούς για την Εορτή του Αγίου Ραφαήλ, στο Άνω Σούλι του Μαραθώνα. Που να φανταζόμασταν πως ο Άγιος που είχε φέρει ξανά τη χαρά στο σπίτι μας βρισκόταν όλα αυτά τα χρόνια τόσο κοντά μας.
Η μεγαλύτερη όμως έκπληξή μου ήταν πως επισκεπτόμενη για πρώτη φορά τη Μονή του Αγίου Ραφαήλ στο Άνω Σούλι, ανακάλυψα ότι το σημείο που είναι χτισμένη είναι ακριβώς το ίδιο σημείο που μου είχε υποδείξει ο Άγιος Ραφαήλ στον ύπνο μου, πριν από δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια, λέγοντάς μου ότι «εδώ είναι το σπίτι μου». Επισκεπτόμουν για πρώτη φορά τη Μονή, αλλά ήταν σαν να την ήξερα χρόνια. Ας είναι δοξασμένο το Όνομά Του, που με αξίωσε ύστερα από τόσα χρόνια να βρω και να βρεθώ στο «σπίτι του», και να προσκυνώ την Χάρη Του! Ας έχει όλο τον κόσμο στη Σκέπη Του!

Ευγενία Α., Ν. Μάκρη Αττικής


"Κάθε καλό έρχεται από τον Κύριον κατ' οικονομίαν.

Αυτό διαφεύγει με τρόπο μυστικό από τους αχάριστους και αγνώμονες και οκνηρούς".

Άγιος Μάρκος



Είμαι το φως

και δεν Με βλέπεις

Είμαι ο δρόμος

και δεν Με ακολουθείς

Είμαι η αλήθεια

και δεν Με πιστεύεις

Είμαι η ζωή

και δεν Με αναζητάς

Είμαι ο ποιμένας

και δεν Με υπακούεις

Είμαι ο Θεός σου

και δεν προσεύχεσαι σε Μένα

Εάν υποφέρεις μη Με θεωρείς υπαίτιο

Ο άπιστος γιατρός-Ένα θαύμα του Αι-Γιάννη του Ρώσου


Ο άπιστος γιατρός-Ένα θαύμα του Αι-Γιάννη του Ρώσου

Στην Λίμνη της Ευβοίας ζούσε και εργαζόταν ένας γιατρός που ονομαζόταν Μαντζώρος. Σαν γιατρός ήταν πολύ καλός, αλλά δεν πίστευε στο Χριστό και μάλιστα δεν ήθελε να ακούει συζητήσεις σχετικές με την θρησκεία και την ψυχή. Καταφερόταν εναντίον της θρησκείας και οι απόψεις του ήταν σκληροπυρηνικές στο θέμα του Χριστιανισμού.
Αρρώστησε λοιπόν και μάλιστα πολύ σοβαρά. Η επάρατος νόσος είχε...
πλησιάσει τον άπιστο γιατρό που με φρικτούς πόνους κατάλαβε την έλευσή του. Μέσα σε αφόρητους πόνους μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο της Χαλκίδας. Εκεί , λόγω της σοβαρότητας της ασθένειάς του, δεν μπορούσαν να τον νοσηλεύσουν . Τον έστειλαν λοιπόν στην Αθήνα στη κλινική «Παντοκράτωρ», που βρίσκεται στην οδό Γ΄ Σεπτεμβρίου. Εκεί υποβλήθηκε σε ακτινολογικές και χημικές εξετάσεις , οι οποίες έδειξαν ότι η επάρατος νόσος είχε προσβάλει το παχύ έντερο του γιατρού. Όταν όλη η ζωή του γιατρού ήταν στρωμένη κοινωνικά και μπορούσε να λέει και να κάνει με ευκολία ότι ήθελε ο γιατρός ήταν απόλυτος στον λόγο του για τον Χριστό και τους Αγίους. Όλα ήταν ένα καλοστημένο ψέμα για τον άπιστο γιατρό. Η μόνη αλήθεια ήταν η αμαρτία και η ασωτεία. Εκεί κατέφευγε όταν εμφανίζονταν στη ζωή του μαύρα μικρά συννεφάκια. Αλλά τώρα, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Τα μαύρα σύννεφα που είχαν επισκιάσει για καιρό τώρα τη ζωή του δεν μπορούσε να τα διώξει με την προσφιλή του μέθοδο που δεν ήταν άλλη από την αμαρτία.
- «Στο παντοδύναμο Θεό , να ελπίζεις μόνο συνάδελφε»
Αυτή ήταν η διάγνωση-έκκληση των συναδέλφων του, που του εξηγούσαν, με αυτό τον σκληρό λόγω επαγγέλματος λόγο. Και ο ίδιος όμως, λόγω του επαγγέλματός του είχε αντιληφθεί , ότι η φλόγα της ελπίδας κόντευε να σβήσει. Οι γιατροί λοιπόν του Νοσοκομείου του είπαν ότι αν συμφωνούσε και ο ίδιος θα μπορούσε να εγχειρισθεί την επόμενη μέρα. Συμφώνησε λοιπόν με γνώμονα την ιατρική γνώση που και ο ίδιος είχε. Αλλά τα λόγια των συναδέλφων του: «Στον παντοδύναμο να ελπίζεις, συνάδελφε», τον οδήγησαν παραμονή της εγχείρησης , σε μια αυθόρμητη προσευχή, που έβγαινε μέσα από την ψυχή του. παρακαλούσε τον Θεό, όχι μόνον να τον κάνει καλά, αλλά να τον συγχωρέσει κιόλας για την απιστία που είχε δείξει τόσα χρόνια.
Την ώρα της προσευχής κάποιος χτύπησε την πόρτα κι τον διέκοψε. Ήταν ένας όμορφος νεαρός, ο οποίος σπρώχνοντας με τα χέρια του την πόρτα μπήκε μέσα στο δωμάτιο του γιατρού και ακολούθησε ο πιο κάτω διάλογος:
- «Τι έχεις;».
- «Είμαι πολύ άρρωστος».
- «Δεν έχεις τίποτε».
- «Μα τι λες, Χριστιανέ μου. Έχω καρκίνο στο έντερο στο τελευταίο στάδιο και αύριο εγχειρίζομαι. Καταλαβαίνεις τι μου συμβαίνει;».
- «Δεν έχεις τίποτα πια. Σ’ έκανα καλά».
- «Μα καλά δεν ντρέπεσαι έναν άρρωστο; Με ειρωνεύεσαι κιόλας;».
- «Είμαι ο Άγιος Ιωάννης ο Ρώσος. Αφού, επιμένεις, κάνε αύριο την εγχείρηση και θα πειστείς ότι δεν έχεις τίποτε».
Ο νεαρός εξαφανίστηκε. Ο γιατρός όμως γεμάτος αγωνία χτυπούσε το κουδούνι για να ρωτήσει τις νοσοκόμες μήπως και είδαν το νεαρό αυτό, που είχε βγει από το δωμάτιό του. Μάταια όμως γιατί καμία από τις νοσοκόμες δεν είδε τίποτα. Την επόμενη μέρα ο άρρωστος γιατρός εισήχθη στο χειρουργείο για την επέμβαση. Οι γιατροί έτοιμοι για την εγχείρηση ακούνε ξαφνικά τον γιατρό να τους λέει ότι δεν χρειάζεται εγχείριση και ότι είναι καλά στην υγεία του.
- «Με θεράπευσε ο Άγιος Ιωάννης ο Ρώσος».
- «Μα τι είναι αυτά που μας λες;». Στον 20ο αιώνα είμαστε συνάδελφε τι είναι αυτά που λες;». «Τα έχει χαμένα ο συνάδελφος» μονολογούσαν οι γιατροί του Νοσοκομείου, ενώ επέμειναν να γίνει η εγχείριση, λόγω μειωμένου καταλογισμού του ασθενούς. Τον νάρκωσαν λοιπόν για την επέμβαση και όταν τον άνοιξαν ο όγκος δεν υπήρχε. Είχε κάνει το θαύμα του ο Άγιος και οι γιατροί απορούσαν , κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον. Ο γιατρός ήταν τελείως καλά. Αυτά τα διηγήται ο ίδιος ο γιατρός παντού, όπου κι αν βρίσκεται.

Από το βιβλίο: «ΒΙΟΙ ΟΡΘΟΔOΞΩΝ ΑΓΙΩΝ 9
Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΡΩΣΟΣ».ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΕΝΘΕΟΣ ΒΙΟΣ

Ο δικός μου Άγγελος.


Ο δικός μου Άγγελος.

...Την ώρα πού μπήκα στο δωμάτιο του, ήταν εκεί οι γιατροί, πού έκαναν την καθημερινή επίσκεψη τους στους θαλάμους των ασθενών. Κατά σύμπτωση οί γιατροί εκείνοι ήταν πρώην φοιτητές μου στο Πανεπιστήμιο. Έτσι, μόλις με είδαν, ήρθαν κοντά μου καί με ενημέρωσαν για την κατάσταση της υγείας του Γέροντα. Όταν τελείωσαν κι έφυγαν οί γιατροί, πήγα καί κάθησα δίπλα στο Γέροντα Ιάκωβο, ό οποίος, μόλις με είδε, μου είπε το εξής, το όποιο μ' εκανε πραγματικά ν' άνατριχιάσω,γιατί ήταν κάτι που δεν είχα σκεφτεί ποτέ.

- Δεν σε ξέρω. Πρώτη φορά σε βλέπω. Άλλα βλέπω ότι πίσω σου στέκεται ό άγγελος σου.

Με συγκλόνισε κυριολεκτικά αυτό πού μου είπε. Δεν το λέω για υπερηφάνεια, Καί πρόσθεσε:

- Όλοι οι άνθρωποι έχουν άγγελο. Άλλα τον δικό σου τον είδα. Πρόσεξε να μη τον διώξεις από κοντά σου. Ανατριχιάζω ολόκληρος κάθε φορά, πού το σκέφτομαι, το ίδιο όπως την ώρα εκείνη. Κι ολοκλήρωσε ό Γέρων Ιάκωβος: -Αυτός ό άγγελος έχει κατονομασθεί την ήμερα της βαπτίσεώς σου. Από την ήμερα της βαπτίσεώς σου σε συνοδεύει καί δεν πρέπει να φεύγει από κοντά σου. Είναι αυτός, ό οποίος τελικά θα πάρει την ψυχή σου στα χέρια του καί θα την οδηγήσει την ήμερα της Κρίσεως. Κι όταν θα έρχονται οί δαίμονες καί θα λένε «αυτός έκανε εκείνο, έκανε το άλλο, διέπραξε αυτή την αμαρτία καί την άλλη», τότε ό άγγελος σου θα λέει «ναι, τα έκανε αυτά, αλλά ταυτόχρονα έκανε κι αυτό το καλό, έκανε καί το άλλο καλό». Αυτός είναι ό δικηγόρος, πού θα σε υποστηρίξει. Πρόσεξε, λοίπόν, να μην τον απομακρύνεις. Τον είδα να είναι κοντά σου. Από εκείνη την ώρα, ουδέποτε σταμάτησα να έχω την αίσθηση ότι δίπλα μου υπάρχει ένας άγγελος, ό δικός μου, προσωπικός άγγελος. Αυτό είναι ένα μέγα μήνυμα χαράς προς όλους όσους βαπτιστήκαμε Όρθόδοξοι χριστιανοί.


  Έχουμε διαβάσει ποικίλες συζητήσεις σχετικά με την φαινομενική έλλειψη συμφωνίας ανάμεσα στις Ευαγγελικές διηγήσεις της Αναστάσεως του Χριστού. Έχουν γίνει πολλές απόπειρες για να αποδειχθεί μια συμφωνία ανάμεσα στους Ευαγγελιστές σε αυτό το θέμα, αλλά δεν είναι όλες αρκετά επιτυχείς. Θα ήθελα να προσφέρω μια προσεκτική εξέταση αυτού του θέματος και θα αρχίσω αναφέροντας τα πιο φανερά σημεία που δείχνουν έλλειψη συμφωνίας.

Στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου διαβάζουμε ότι κατά τον χαιρετισμό από τον Αναστημένο Κύριο με την λέξη «Χαίρετε» η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία αμέσως «εκράτησαν αυτού τους πόδας» (Μτ, κη, 9). Όμως αλλού (Ιω, κ, 11-17) διαβάζουμε ότι όταν η Μαρία η Μαγδαληνή θρηνούσε στον άδειο τάφο και δεν αναγνώρισε τον Χριστό, αλλά νόμισε ότι ήταν ο κηπουρός, δεν της επετράπη να τον αγγίξει. Αυτές οι διηγήσεις δεν φαίνεται να συμφωνούν μεταξύ τους και προσπάθειες από αναγνώστες να τις συμβιβάσουν παράγουν βεβιασμένες ερμηνείες και μη πειστικές επινοήσεις.

Τα τέσσερα Ευαγγέλια δεν αναφέρουν την εμφάνιση του Κυρίου στις Μυροφόρες Γυναίκες με ένα ταυτόσημο τρόπο. Αυτό που περισσότερο μπερδεύει τους ερμηνευτές είναι η έλλειψη συμφωνίας ανάμεσα στις αφηγήσεις που δίνονται από τον Ματθαίο και τον Ιωάννη. Είναι προφανές ότι ο Κύριος εμφανίσθηκε στην Μαρία την Μαγδαληνή δυό φορές: μια φορά μόνο σε αυτήν και την άλλη φορά μαζί και στην άλλη Μαρία, αλλά η σχέση αυτών των δύο εμφανίσεων μπερδεύει τους ερμηνευτές.

Η άποψή μας με την οποία προτιθέμεθα να λύσουμε αυτή την απορία μπορεί να εκφραστεί ως εξής: ο Ευαγγελιστής Ματθαίος αναφέρει την πορεία που έκαναν οι δύο Μαρίες στον τάφο του Κυρίου ενώ ήδη ήξεραν ότι ο Χριστός είχε αναστηθεί εκ νεκρών. Αυτό που περιγράφει ο Ματθαίος συνέβη μετά την εμφάνιση που περιγράφει ο Ιωάννης όταν η Μαρία η Μαγδαληνή εξέλαβε τον Χριστό σαν τον κηπουρό. Πληροφόρησε τους Αποστόλους ότι είδε τον Κύριο και της μίλησε, μετά πληροφόρησε την άλλη Μαρία και οι δυό μαζί πήγαν στον τάφο. Αυτή την φορά δεν πήγαν για να αλείψουν το σώμα, επειδή ήξεραν ότι είχε αναστηθεί, αλλά πήγαν «για να δουν τον τάφο» ξέροντας ότι είναι άδειος και ξέροντας επίσης ότι τα οθόνια μέσα στα οποία είχε θαφτεί ήταν ακόμα εκεί. Δεν ήταν μόνο αυτές και οι δύο απόστολοι που βιαστηκά πήγαν στο μνημείο για να επαληθεύσουν αυτό που η Μαρία η Μαγδαληνή είχε δει, αλλά αργότερα και άλλες μυροφόρες και άλλοι επίσης πήγαν (Λκ, κδ, 9, 24). Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος μας πληροφορεί ότι οι δύο Μαρίες αξιώθηκαν μια δεύτερη εμφάνιση Αγγέλου και μετά του ίδιου του Κυρίου.

Ποιά άλλη απόδειξη έχουμε εκτός από τα λόγια του Ματθαίου ότι αυτές πήγαν «για να δουν τον τάφο» για το ότι τα γεγονότα στο κατά Ματθαίον έγιναν μετά από αυτά που περιγράφονται στο κατά Ιωάννην; Η δεύτερη απόδειξη είναι ότι ο Ιωάννης περιγράφει ότι τα γεγονότα έγιναν «ενώ ήταν ακόμη σκοτάδι» ενώ ο Ματθαίος καθαρά μιλάει ότι έγιναν «την αυγή της πρώτης μέρας της εβδομάδας».

Το τρίτο σημείο που απαιτεί την προσοχή μας είναι η αντίδραση των μυροφόρων στα λόγια του Αγγέλου και του ίδιου του Χριστού. Στο κατά Ιωάννην η Μαρία παρουσιάζεται τόσο ανέτοιμη για το γεγονός της Αναστάσεως που δεν μπορεί να το αφομοιώσει και εκλαμβάνει τον Χριστό σαν τον κηπουρό, στο κατά Μάρκον τα λόγια του Αγγέλου έφεραν στις Μυροφόρες τόσο φόβο ώστε «δεν είπαν σε κανέναν τίποτα, επειδή εφοβούντο». Ο Λουκάς γράφει ότι «κατελήφθηκαν από φόβο και έκλιναν τα πρόσωπα στην γη».

Η αφήγηση του Ματθαίου από την άλλη πλευρά παρουσιάζει τις μυροφόρες ήδη προετοιμασμένες για την συνάντηση, αν και ο άγγελος τις καθησυχάζει «Μην φοβάστε εσείς» και «Ελάτε να δείτε τον τόπο όπου έκειτο ο Κύριος». Στο κατά Μάρκον διαβάζουμε για τις άλλες μυροφόρες ότι «δεν είπαν τίποτα σε κανένα γιατί εφοβούντο». Ο Ματθαίος όμως διηγείται για τις δύο Μαρίες ότι «έτρεξαν με φόβο και χαρά μεγάλη για να αναγγείλουν στους μαθητές του» ότι είχε αναστηθεί. Και «ενώ πήγαιναν τις συνάντησε ο Ιησούς». Για την Μαρία την Μαγδαληνή αυτή ήταν η δεύτερη συνάντηση και η άλλη Μαρία που το ήξερε από την Μαγδαληνή τώρα μαθαίνει τα νέα πάλι από τον ίδιο τον Κύριο ενώ είναι ήδη προετοιμασμένη για αυτά. Από που είναι αυτό φανερό;

Η απάντηση σε αυτό είναι η τέταρτη απόδειξη ότι οι δυό γυναίκες πήγαν στον τάφο ήδη ξέροντας για την Ανάσταση. Η ίδια απάντηση θα μας εξηγήσει γιατί ο Κύριος δεν επέτρεψε στην Μαρία την Μαγδαληνή να τον αγγίξει την πρώτη φορά, αλλά λίγο μετά επέτρεψε στις δύο Μαρίες να κρατήσουν τα πόδια του.

Στο Πεντηκοστάριο στην Κυριακή των Μυροφόρων διαβάζουμε στα στιχηρά ότι η Μαγδαληνή «εστάλθη χωρίς να αγγίξει τον Κύριο». (Όπως διηγείται και ο Ιωάννης) Τι σημαίνει αυτό; Η Μαρία, η οποία νωρίτερα θρηνούσε για τον αγαπημένο διδάσκαλο όταν τον είδε στον τάφο, τώρα κατελήφθη από υπερβολική χαρά. Χωρίς να κατανοήσει την θεότητά του ή να σκεφτεί το νόημα της μυστηριώδους Αναστάσεως, ξεχνά και θέλει να τον αγκαλιάσει σαν ένα αγαπημένο της που τον θεωρούσε νεκρό και χαμένο, αλλά τώρα φανερώνεται ζωντανός. Παραδίδεται σε μια ενθουσιώδη χαρά, χωρίς βαθύτερη κατανόηση. Επιπλέον κατί δεν έχει ακόμα εκπληρωθεί, επειδή ο Κύριος πρέπει να «ανεβεί» στον Πατέρα. Αργότερα ο Κύριος συμπεριφέρεται διαφορετικά στις δυό Μαρίες. Αυτή την φορά οι δύο γυναίκες γνωρίζουν καλά ότι ο Κύριος εμφανίζεται στους πιστούς σαν ο Νικητής του Θανάτου και του Αδη, σαν κάποιος που ανεβαίνει στον Πατέρα στο αιώνιο βασίλειο, και με κάθε εξουσία, στέλνει τους Αποστόλους του να διαδώσουν το νέο του νικηφόρου αγώνα στον κόσμο. Τώρα και οι δύο γυναίκες, όταν τον συναντούν και τον ακούν να τις απευθύνει το «χαίρετε», δεν σκέπτονται πια με κοσμικό τρόπο, αλλά τον ευλαβούνται σαν τον ζώντα Υιό του Θεού. Έτσι και αυτός δεν εμποδίζει την ευλαβή λατρεία τους όταν «κράτησαν τα πόδια του και τον προσκύνησαν» (Μτ, κη, 9).

Μέχρι τώρα είδαμε πολύ καλά την συμφωνία μεταξύ των Ευαγελίων του Ματθαίου και του Ιωάννη, αλλά πως θα εναρμονίσουμε και την αφήγηση των άλλων δύο Ευαγγελιστών; Σε ποιό σημείο θα τοποθετήσουμε την άφιξη της Μαρίας της Μαγδαληνής στο τάφο στην ομάδα των άλλων γυναικών που αναφέρονται από τον Μάρκο και τον Λουκά;

Το κύριο σημείο της απάντησής μας είναι ότι η Μαρία η Μαγδαληνή δεν συνόδεψε τις άλλες γυναίκες στον τάφο του Κυρίου μετά αρωμάτων, αλλά ότι οι άλλες γυναίκες ήρθαν αργότερα από την Μαρία την Μαγδαληνή και ίσως αργότερα και από τις δύο Μαρίες που είδαν τον Κύριο κατά την δεύτερη εμφάνισή του, αλλά δεν ήξεραν ακόμα τίποτα για την ανάσταση. Αυτές οι γυναίκες έφτασαν εντελώς απροετόιμαστες για την αποκάλυψη του γεγονότος της αναστάσεως και δεν υπάρχει λόγος να συμπεράνουμε ότι η Μαρία Μαγδαληνή ήταν μαζί τους, στην πραγματικότητα οι ευαγγελιστές αφήνουν ανοικτή την δυνατότητα για το αντίθετο συμπέρασμα. Και οι δύο άλλοι ευαγγελιστές διαιρούν την διήγηση σε τρία γεγονότα:

1. αγορά αρωμάτων (Μάρκος) και την φύλαξή τους για χρήση αργότερα (Λουκάς)
2. άφιξη στον τάφο και συνομιλία με άγγελο (Μάρκος) ή αγγέλους (Λουκάς)
3. ανακοίνωση στους αποστόλους

Ας αρχίσουμε με το τελευταίο γεγονός. Δεν είναι απαραίτητο να συμπεράνουμε από την αφήγηση του Μάρκου ότι οι γυναίκες δεν πληροφόρησαν ποτέ τους αποστόλους για την εμφάνιση του Αγγέλου. Ο Μάρκος μόνο σημειώνει ότι αυτές δεν το έκαναν αμέσως και ότι οι Απόστολοι έμαθαν τα νέα από την Μαρία την Μαγδαληνή, στην οποία ο Κύριος «φανερώθηκε πρώτα» (Μρ, ις, 9). Βλέπετε ότι ο Μάρκος την ξεχωρίζει από την ομάδα των άλλων μυροφόρων και ακολούθως ξεχωρίζει την πληροφόρηση των Αποστόλων από την μεταφορά των αρωμάτων και των μύρων. Ο Μάρκος δεν αναφέρει την Μαγδαληνή σαν να συμμετείχε στην στην μεταφορά των αρωμάτων στον τάφο, αλλά μόνο για την συμμετοχή της στην αγορά τους (Μρ, ις, 1), η οποία έγινε το εσπέρας του Σαββάτου, μετά την λήξη των απαγορεύσεων του Σαββάτου, δηλαδή μετά την έκτη ώρα. Η Μαρία η Μαγδαληνή πήγε στον τάφο «ενώ ήταν ακόμα σκοτάδι» (Ιω, κ, 1) και χωρίς τα αρώματα και τα μύρα. Οι άλλες γυναίκες ήρθαν με τα μύρα «στην ανατολή του ήλιου» (Μρ, ις, 2). Ο Κύριος δεν εμφανίστηκε σε όλες αυτές αλλά μόνο στην Μαρία την Μαγδαληνή, η οποία - επομένως - δεν ήταν μαζί με τις άλλες (Μρ, ις, 9). Ο Μάρκος κατονομάζει αυτές που αγόρασαν τα αρώματα και αυτές που παρακολούθησαν την ταφή του Κυρίου, αλλά δεν επαναλαμβάνει τα ονόματα όταν αναφέρεται στην μεταφορά των αρωμάτων στον τάφο. Ο Λουκάς δεν κατονομάζει αυτές που ετοίμασαν τα αρώματα και τα μύρα, ούτε αυτές που τα έφεραν στον τάφο, αλλά υποδεικνύει ότι οι δύο ομάδες δεν ήταν ήταν ταυτόσημες («και κάποιες άλλες μαζί τους» Λκ, κδ, 1). Προφανώς κάποιες από αυτές είχαν προμηθευτεί αρώματα και μύρα ήδη από την Παρασκευή μετά τον θάνατο του Σωτήρος, αλλά παρέμειναν σε αργία το Σάββατο κατά την εντολή (Λκ, κγ, 56), ενώ άλλες αγόρασαν αρώματα μετά την καθορισμένη αργία του Σαββάτου (Μρ, ις, 1). Ο Λουκάς δεν κατονομάζει τις γυναίκες που έφεραν τα αρώματα, αλλά λέει ότι κάποιες «αφού επέστρεψαν από το μνημείο, απήγγειλαν όλα αυτά στους έντεκα και σε όλους τους άλλους. Ήταν η Μαγδαληνή Μαρία και Ιωάννα και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και οι λοιπές μαζί τους, οι οποίες έλεγαν προς τους απστόλους αυτά» (Λκ, κδ, 9-10). Στην πραγματικότητα, όπως ο Ιωάννης και ο Μάρκος μας θυμίζουν, ήταν η Μαγδαληνή Μαρία αυτή που άρχισε την εξάπλωση των χαρούμενων νέων. Εφόσον τα νέα διαδόθηκαν σε όλους του μαθητές επιπλέον των έντεκα, αυτό δεν συνέβη σε μιά στιγμή. Οι γυναίκες έπρεπε να πάνε από σπίτι σε σπίτι, όχι μόνο οι δυό Μαρίες, αλλά και οι λοιπές μυροφόρες επίσης. Η μαρτυρία της Μαγδαληνής σχετίζει τα λόγια του τρίτου Ευαγγελίου (κατά Λουκάν) με το κατά Ιωάννην ότι ο Ιωάννης και ο Πέτρος έτρεξαν στον τάφο. Ο Πέτρος εισήλθε στον τάφο και είδε τα οθόνια.

Έτσι τα τέσσαρα Ευαγγέλια είναι σε τέλεια συμφωνία με αυτή την ακολουθία γεγονότων:

1) Μερικές γυναίκες αγόρασαν αρώματα και μύρα την Παρασκευή πριν το τέλος της μέρας, πριν την δύση του ηλίου (Λουκάς), ενώ άλλες όπως και η Μαρία η Μαγδαληνή αγόρασαν στο τέλος του Σαββάτου μετά την έκτη ώρα (Μάρκος).

2) Η Μαρία η Μαγδαληνή αφήνει τις λοιπές και πηγαίνει μόνη στον τάφο νύκτα πριν ξημερώσει η Κυριακή. Εκεί δεν βρίσκει το σώμα του Κυρίου (Ιωάννης).

3) Η Μαγδαληνή τρέχει και αναγγέλει στον Πέτρο και στον Ιωάννη (Λουκάς, Ιωάννης) και μετά στέκεται μόνη εξω από τον τάφο θρηνώντας, όταν ένας άγγελος εμφανίζεται σε αυτήν, και μετά ο Ιησούς, τον οποίο δεν αναγνωρίζει. Όταν τον αναγνωρίζει ορμά προς αυτόν, αλλά δεν της επιτρέπεται να τον αγγίξει.

4) Υπακούοντας την εντολή του Κυρίου, πηγαίνει και ανακοινώνει τα νέα στους αποστόλους (Ιωάννης, Μάρκος).

5) Χωρίς να γνωρίζουν την επίσκεψη της Μαγδαληνής άλλες ομάδες μυροφόρων επισκέπτονται τον τάφο αργότερα και συναντούν αγγέλους (Μάρκος, Λουκάς) και επιστρέφουν πολύ φοβισμένες στην αρχή για να το ανακοινώσουν (Μάρκος), αλλά αργότερα διαδίδουν τα νέα σε όλους (Λουκάς).

6) Η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία, γνωρίζοντας πλέον το νέο της Αναστάσεως πηγαίνουν για να δουν τον τάφο και τα οθόνια, τα οποία ο Πέτρος και ο Ιωάννης είχαν ήδη δει (Λουκάς, Ιωάννης), αλλά όχι η ίδια η Μαγδαληνή. Έρχονται στον τάφο και εισέρχονται όπως τις προτρέπει ο άγγελος (Ματθαίος).

7) Ο άγγελος παραγγέλει σε αυτές να επιβεβαιώσουν το νέο της Αναστάσεως στους μαθητές και να ανακοινώσουν την επικείμενη συνάντηση μαζί του στην Γαλιλαία.

8) Τώρα έχοντας καταλάβει πλήρως τα γεγονότα οι δύο Μαρίες σπεύδουν να αναγγείλουν στους μαθητές πάλι, αλλά συναντούν τον Κύριο και αυτή την φορά τις επιτρέπει να τον αγγίσουν κρατώντας τα πόδια του (Ματθαίος).

9) Μέχρι το τέλος της μέρας, όχι μόνο όλο το σύνολο των μαθητών, αλλά ακόμα και οι Φαρισαίοι και οι Γραμματείς έχουν ακούσει τα νέα. Οι τελευταίοι προσπαθούν να σκεπάσουν τα γεγονότα.



«Περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο χρειαζόμαστε τὴν ταπεινοφροσύνη γιὰ νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι σὲ κάθε λόγο ποὺ ἀκοῦμε νὰ λέμε, «συγχώρεσέ με». Γιατί μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη ὅλες οἱ παγίδες τοῦ ἐχθροῦ καταστρέφονται. Εἶναι μεγάλη ἡ ἀρετὴ τῆς ταπεινοφροσύνης, γιατί καὶ μὲ μόνη αὐτὴ οἱ ἅγιοι μπῆκαν στὸν Παράδεισο. Ἂς ταπεινωθοῦμε λίγο καὶ ἐμεῖς καὶ θὰ σωθοῦμε».

Ἀββᾶς Δωρόθεος

«Εγώ έχω νικήσει τον κόσμο»


Κατα Ιωαννην
(ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 16)

«Εγώ έχω νικήσει τον κόσμο»

25 «Αυτά σας τα έχω πει παραβολικά. Έρχεται ώρα που δε θα σας μιλήσω πια παραβολικά, αλλά με παρρησία για τον Πατέρα θα σας αναγγείλω. 26 Κατ’ εκείνη την ημέρα θα ζητήσετε στο όνομά μου, και δε σας λέω ότι εγώ θα παρακαλέσω τον Πατέρα για σας. 27 Γιατί ο ίδιος ο Πατέρας σάς αγαπά, επειδή εσείς έχετε αγαπήσει εμένα και έχετε πιστέψει ότι εγώ εξήλθα από το Θεό. 28 Εξήλθα από τον Πατέρα και έχω έρθει στον κόσμο. πάλι αφήνω τον κόσμο και πορεύομαι προς τον Πατέρα». 29 Λένε οι μαθητές του: «Δες, τώρα με παρρησία μιλάς και δε λες καμιά παραβολή. 30 Τώρα ξέρουμε ότι ξέρεις τα πάντα και δεν έχεις ανάγκη κάποιος να σε ρωτά. Γι’ αυτό πιστεύουμε ότι εξήλθες από το Θεό». 31 Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Τώρα πιστεύετε; 32 Ιδού, έρχεται ώρα και μάλιστα έχει έρθει, για να σκορπιστείτε καθένας στις ιδιωτικές του υποθέσεις κι εμένα να αφήσετε μόνο. Αλλά δεν είμαι μόνος, γιατί ο Πατέρας είναι μαζί μου. 33 Αυτά σας τα έχω πει, για να έχετε ειρήνη μέσα σ’ εμένα. Μέσα στον κόσμο θα έχετε θλίψη. αλλά θαρρεύετε, εγώ έχω νικήσει τον κόσμο».

25 Ταῦτα ἐν παροιμίαις λελάληκα ὑμῖν· ἀλλ' ἔρχεται ὥρα ὅτε οὐκέτι ἐν παροιμίαις λαλήσω ὑμῖν, ἀλλὰ παρρησίᾳ περὶ τοῦ πατρὸς ἀναγγελῶ ὑμῖν. 26 ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἐν τῷ ὀνόματί μου αἰτήσεσθε· καὶ οὐ λέγω ὑμῖν ὅτι ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν πατέρα περὶ ὑμῶν· 27 αὐτὸς γὰρ ὁ πατὴρ φιλεῖ ὑμᾶς, ὅτι ὑμεῖς ἐμὲ πεφιλήκατε, καὶ πεπιστεύκατε ὅτι ἐγὼ παρὰ τοῦ Θεοῦ ἐξῆλθον. 28 ἐξῆλθον παρὰ τοῦ πατρὸς καὶ ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον· πάλιν ἀφίημι τὸν κόσμον καὶ πορεύομαι πρὸς τὸν πατέρα. 29 Λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· ἴδε νῦν παρρησίᾳ λαλεῖς, καὶ παροιμίαν οὐδεμίαν λέγεις. 30 νῦν οἴδαμεν ὅτι οἶδας πάντα καὶ οὐ χρείαν ἔχεις ἵνα τίς σε ἐρωτᾷ. ἐν τούτῳ πιστεύομεν ὅτι ἀπὸ Θεοῦ ἐξῆλθες. 31 ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· ἄρτι πιστεύετε· 32 ἰδοὺ ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐλήλυθεν, ἵνα σκορπισθῆτε ἕκαστος εἰς τὰ ἴδια καὶ ἐμὲ μόνον ἀφῆτε· καὶ οὐκ εἰμὶ μόνος, ὅτι ὁ πατὴρ μετ' ἐμοῦ ἐστι. 33 ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα ἐν ἐμοὶ εἰρήνην ἔχητε. ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον.

Προσευχή προς τον Χριστό


Προσευχή προς τον Χριστό

Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, έλέησόν με.
Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, βοήθει μοι.
Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, εμφύτευσον τον φόβον σου εις την καρδίαν μου.
Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, καθήλωσον εκ του φόβου σου τας σάρκας μου.
Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, φύλαξόν με υπό την σκέπην σου.
Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, σκέπασόν με από πάσης πονηρός επιβουλής του αντικειμένου.
Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, σκέπασόν με από συστροφής πονηρευομένων ορατών και αοράτων έχθρων.
Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, άποδίωξον τους πονηρούς και αισχρούς και βλάσφημους λογισμούς και γογγυσμούς εκ της αθλίας και ταλαιπώρου μου ψυχής.
Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, άποδίωξον άπ’ έμού πάντα έχθρόν και πολέμιον ορατόν και αόρατον.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ποίησον το συμφέρον εις έμέ.
Ιησού, Υιέ του Θεού, ελέησόν με.
Ιησού, Υιέ του Θεού, βοήθει μοι.
Ιησού, το σωτήριον όνομα, σώσόν με.
Ιησού, η σωτηρία μου, στήριξόν με εις τον φόβον σου.
Ιησού, Υιέ του Θεού, καθάρισαν με από πάσης ακαθαρσίας και ανομίας.
Ιησού, Υιέ του θεού, δίδαξόν με του ποιείν το θέλημά σου το άγιον και τηρείν τας εντολάς σου.
Ιησού, Υιέ του Θεού, σκέπασόν με από της γλώσσης μου.
Ιησού, Υιέ του Θεού του ζώντος, διαφύλαξαν με την ήμέραν ταύτην και την νύκτα αναμάρτητον, ασκανδάλιστον, και ανεπηρέαστον από πάσης πονηράς επιβουλής του μισοκάλου και ψυχοφθόρου διαβόλου.
Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελευθέρωσόν με εκ πάντων των παθών.
Κύριε Ιησού Χριστέ, λύτρωσαί με από της άγνωσίας και της λήθης.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ρύσαί με από παντός πειρασμού και προλήψεως.
Κύριε Ιησού Χριστέ, δος πένθος και ταπείνωσιν εν τή καρδία μου.
Κύριε Ιησού Χριστέ, δος μοι κλαυθμόν διηνεκή και κατάνυξιν και μνήμην θανάτου.
Ιησού, Υιέ του Θεού, άνοιξον τους οφθαλμούς της καρδίας μου, ίνα ίδω την ωφέλειαν της προσευχής και της αναγνώσεως.
Ιησού, Υιέ του Θεού, δίδαξόν με πώς δει προσεύχεσθαι και επικαλείσθαι το όνομά σου το άγιον.
Ιησού, Υιέ του θεού και Θεέ γλυκύτατε, ο δι’ εμέ σαρκί σταυρόν και θάνατον υπομείνας, ως οίδας και ως θέλεις ελέησόν με τον αμαρτωλόν και ανάξιον δούλον σου.

16 Μαρτίου Συναξαριστής,


16 Μαρτίου Συναξαριστής, Σαβίνου τοῦ ἐν Αἰγύπτῳ, Πάπα Μάρτυρος, τῶν Ἁγίων δέκα Μαρτύρων, Ἰουλιανοῦ Μάρτυρος, Ρωμανοῦ Ἱερομάρτυρος, Ἀλεξάνδρου Ἱερομάρτυρος, Ἐβεντίου καὶ Θεοδούλου Ἱερομαρτύρων, Ἀνίνου τοῦ Θαυματουργοῦ, Ἰωάννου Ὁσίου, Χριστοδούλου Ὁσίου, Ἀντωνίου ἐκ Γεωργίας, Ποιμένος Ὁσίου.


Ὁ Ἅγιος Σαβίνος ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σαβίνος ἢ Σαβινιανὸς γεννήθηκε στὴν Ἐρμούπολη τῆς Αἰγύπτου ἀπὸ εὔπορους καὶ εὐγενεῖς γονεῖς. Διακρίθηκε γιὰ τὸν ἱερό του ζῆλο καὶ τὴν εὐσέβειά του.
Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Διοκλητιανὸς (284-305 μ.Χ.) διέταξε διωγμὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ὁ ἔπαρχος Ἀρειανὸς ἀναζήτησε τὸν Ἅγιο μὲ σκοπὸ νὰ τὸν συλλάβει, διότι κήρυττε μὲ παρρησία τὸν Χριστό.
Ὅμως οἱ Χριστιανοὶ τῆς περιοχῆς, οἱ ὁποῖοι τὸν θεωροῦσαν στήριγμα καὶ παραμυθία τους, τὸν ἔπεισαν νὰ προφυλάξει τὴν ζωή του πρὸς ὄφελος τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἅγιος, μαζὶ μὲ ἄλλους εὐσεβεῖς Χριστιανούς, ἔφυγε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ κρύφτηκε σὲ κάποιο οἴκημα μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἐρμούπολη.
Κάποια μέρα προσῆλθε στὸν Ἅγιο ἕνας πτωχός, ὁ ὁποῖος τὸν πλησίασε καὶ τοῦ ζήτησε τροφή. Ὁ Ἅγιος τὸν ἐλέησε. Ἐκεῖνος, ὅμως, ὡς ἄλλος Ἰούδας, εἶπε στοὺς εἰδωλολάτρες: «Τί μοῦ δίδετε; Καὶ ἐγὼ θὰ ὑποδείξω σὲ ἐσᾶς τὸν Σαβίνο, ποὺ ζητᾶτε».
Καὶ αὐτοὶ ἔδωσαν σὲ αὐτὸν δυὸ νομίσματα. Καὶ ἀφοῦ τὸν ἀκολούθησαν ἔφθασαν στὸ οἴκημα, συνέλαβαν τὸν Σαβίνο, τὸν ἔδεσαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν ἄρχοντα Ἀρειανό, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὁ Ἅγιος ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Τότε τὸν κρέμασαν ἐπὶ ξύλου, τοῦ ἔξυσαν τὶς σάρκες καί, τέλος, τὸν ἔριξαν στὸν ποταμὸ Νεῖλο, ὅπου βρῆκε μαρτυρικὸ θάνατο, τὸ ἔτος 287 μ.Χ.



Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Κηρύξας εὐσεβῶς, ἄσεβων ἐναντίον, τῶν πάντων Ποιητήν, σαρκωθέντα ἀτρέπτως, Σαβίνε παμμακάριστε, ἱερῶς ἠνδραγάθησας, ὅθεν ἔφθασας, πρὸς ἀφθαρσίας χειμάρρουν, τέλος ἁγίον, ἐν ποταμῷ δεδεγμένος, διὸ εὐφημοῦμεν σε.


Ὁ Ἅγιος Πάπας ὁ Μάρτυρας ὁ ἐν Λυκαονίᾳ ἀσκήσας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Πάπας ἄθλησε στὴ Λυκαονία ἐξαναγκαζόμενος νὰ τρέχει μὲ σιδερένια ὑποδήματα κάτω ἀπὸ ἕνα δένδρο ἄκασπο.
Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται καὶ στὶς 10 Νοεμβρίου.




Οἱ Ἅγιοι δέκα Μάρτυρες ἐν Φοινίκῃ

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες, μαρτύρησαν διὰ ξίφους. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸ μαρτύριο τῶν Ἁγίων.



Ὁ Ἅγιος Ἰουλιανὸς ὁ Μάρτυρας ὁ ἐξ Ἀναζαρβοὺ τῆς Κιλικίας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰουλιανὸς ἔζησε κατὰ τὸν 3ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Ἀνάζαρβα, τῆς δευτέρας ἐπαρχίας τῶν Κιλίκων. Ἦταν υἱὸς κάποιου Ἕλληνα βουλευτοὺ καὶ εἶχε μητέρα Χριστιανή, ἡ ὁποία καὶ τοῦ δίδαξε τὰ ἱερὰ γράμματα.
Ὅταν ὁ Ἅγιος ἔφθασε στὴν ἡλικία τῶν δεκαοκτὼ χρόνων, συνελήφθη ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος τῆς πόλεως Μαρκιανοῦ. Ἐπειδὴ ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος ὁμολόγησε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία τὸν Χριστὸ καὶ ἀρνήθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, οἱ δήμιοι ἄνοιξαν μὲ βία τὸ στόμα του καὶ τοῦ ἔριξαν μέσα κρασὶ καὶ κρέας, ποὺ εἶχε ἀπομείνει ἀπὸ τὶς θυσίες τῶν εἰδώλων. Στὴν συνέχεια τὸν ἔκλεισαν στὴν φυλακὴ καὶ ὁδήγησαν ἐκεῖ καὶ τὴν μητέρα του.
Ἐκείνη παρακάλεσε νὰ μείνει μαζὶ μὲ τὸν υἱό της γιὰ τρεῖς ἡμέρες, γιὰ νὰ ἀποφασίσει μαζί του. Καὶ ἀφοῦ ἔγινε αὐτό, τοὺς ὁδήγησαν πάλι σὲ ἀνάκριση. Ἐκεῖνοι ὅμως ὁμολόγησαν ἐκ νέου τὴν πίστη τους στὴν πατρῴα εὐσέβεια.
Ὁ ἡγεμόνας τότε ἔδωσε ἐντολὴ νὰ κόψουν στὴ μέση τὶς φτέρνες τῆς μητέρας τοῦ Μάρτυρος καὶ νὰ τὴν ἀφήσουν. Τὸ δὲ Ἅγιο Ἰουλιανό, ἀφοῦ τὸν ἔριξαν σὲ σάκο γεμάτο μὲ δηλητηριώδη ἑρπετὰ καὶ ἄμμο, τὸν πέταξαν στὴν θάλασσα. Τὸ ἱερὸ λείψανό του βρέθηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἐνταφιάσθηκε ἀπὸ κάποια εὐλαβῆ χήρα γυναῖκα.




Ὁ Ἅγιος Ρωμανὸς ὁ Ἱερομάρτυρας ἐν τῷ Παρίῳ

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Ρωμανὸς ἦταν διάκονος στὴν Ἐκκλησία τῆς Παλαιστίνης, στὴν Καισάρεια καὶ δίδασκε στὸν λαὸ τὴν πίστη στὸν Χριστό. Γι’ αὐτὸ συνελήφθη καὶ ἀφοῦ βασανίσθηκε πολύ, μαρτύρησε διὰ ξίφους.




Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ Ἱερομάρτυρας πάπας Ρώμης

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Ἀλέξανδρος ἔζησε τὸν 2ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ρώμης τὸ ἔτος 105 μ.Χ.
Ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβιος, διασκευάζοντας μία πληροφορία τοῦ Ἁγίου Εἰρηναίου, Ἐπισκόπου Λουγδούνων (τιμᾶται 23 Αὐγούστου), ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὑπῆρξε πέμπτος κατὰ σειρὰ Ἐπίσκοπος Ρώμης. Μαρτύρησε ἐπὶ αὐτοκράτορα Ἀδριανοῦ (117-138 μ.Χ.).



Οἱ Ἅγιοι Ἐβέντιος καὶ Θεόδουλος οἱ Ἱερομάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Ἱερομάρτυρες Ἐβέντιος καὶ Θεόδουλος ἦταν πρεσβύτεροι στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης καὶ μαρτύρησαν ἐπὶ αὐτοκράτορα Ἀδριανοῦ (117-138 μ.Χ.), μαζὶ μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης Ἀλέξανδρο.



Ὁ Ὅσιος Ἀνίνας ὁ Θαυματουργὸς

Ὁ Ὅσιος Ἀνίνας ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀγάπησε τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ἄσκηση. Σὲ ἡλικία δεκαπέντε χρόνων ἔχασε τοὺς γονεῖς του καὶ ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο τῆς Μεσοποταμίας. Ἐκεῖ παρέμεινε κοντὰ σὲ ἕναν μοναχὸ ὀνόματι Μαϊουμά, ὁ ὁποῖος διακρινόταν γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του καὶ ἔμεινε πλησίον του. Ἡ ἄσκησή τους ἦταν πολὺ αὐστηρή, σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ οἱ Ὅσιοι ἔτρωγαν, πολλὲς φορές, ἀνὰ σαράντα ἡμέρες.
Ὅταν ὁ μοναχὸς Μαϊουμᾶς ἀναχώρησε ἀπὸ τὸν τόπο αὐτό, ὁ Ὅσιος παρέμεινε ἐκεῖ καὶ ἀσκήτευε ὡς ἐρημίτης καὶ ἡσυχαστής. Καὶ ἐπειδὴ μὲ τὸν ἀγῶνα του ὑπέταξε τὰ πάθη τῆς σαρκός, ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα τῆς ὑποταγῆς τῶν ἄγριων θηρίων.
Ἡ φήμη τοῦ Ὁσίου ξεπέρασε τὰ ὅρια τοῦ ἀσκητηρίου του καὶ πλῆθος πιστῶν τὸν ἐπισκέπτονταν γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐχή του, νὰ ἀκούσουν πνευματικὲς συμβουλὲς καὶ νὰ θεραπευθοῦν. Ὁ Ὅσιος εἶχε καὶ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας καὶ μὲ τὴν προσευχή του θεράπευε τοὺς πάσχοντες καὶ ἀσθενεῖς.
Ἀκόμη καὶ τὸ νερὸ ποὺ χρειαζόταν ὁ Ὅσιος τὸ μετέφερε στὸ κελί του ἀπὸ τὸν Εὐφράτη ποταμό. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ τὶς ἀνάγκες τῶν προσκυνητῶν ἔκτισε μία μικρὴ δεξαμενή.
Ὅταν κάποτε τὸν ἐπισκέφθηκαν πολλοί, ὁ Ὅσιος διέταξε τὸν ὑποτακτικό του νὰ φέρει νερό, γιὰ νὰ ξεδιψάσουν οἱ ταξιδιῶτες.
Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε ὅτι τὸ νερὸ ἦταν ἐλάχιστο καὶ δὲν θὰ ἀρκοῦσε γιὰ ὅλους. Ὁ Ἅγιος τότε ἔστρεψε τὸ βλέμμα του στὸν οὐρανό, προσευχήθηκε μὲ πίστη καὶ εἶπε στὸν διακονητὴ νὰ πάει νὰ ἀντλήσει νερὸ γιὰ τοὺς διψασμένους προσκυνητές. Καί, ὢ τοῦ θαύματος!
Ἡ δεξαμενὴ ἦταν γεμάτη νερὸ δροσερὸ καὶ καθαρό. Καὶ πάντες ἐξεπλάγησαν καὶ δόξαζαν τὸν Θεὸ γιὰ τὶς εὐεργεσίες Του.
Τὸ γεγονὸς αὐτό, ὅτι δηλαδὴ ὁ Ὅσιος Ἀνίνας μετέφερε ὁ ἴδιος τὸ νερὸ ἀπὸ τὸν ποταμό, τὸ πληροφορήθηκε ὁ Ἐπίσκοπος Καισαρείας Πατρίκιος καὶ τοῦ χάρισε ἕνα ἀχθοφόρο ζῷο, ὥστε νὰ τὸν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὸν κόπο.

Κάποια μέρα ὅμως προσῆλθε στὸ κελὶ τοῦ Ὁσίου ἕνας πτωχὸς ἄνθρωπος, τὸν ὁποῖο πίεζε ὁ δανειστής του καὶ τοῦ διηγήθηκε τὸ πρόβλημά του. Ὁ ὅσιος δὲν θέλησε νὰ τὸν ἀφήσει νὰ φύγει μὲ ἄδεια χέρια καὶ τοῦ προσέφερε τὸ ζῷο, γιὰ νὰ τὸ πουλήσει καὶ νὰ ξεχρεώσει τὸν δανειστή του.
Ὁ Ὅσιος Ἀνίνας ἔκανε καὶ ἄλλα πολλὰ θαύματα καὶ διῆλθε τὸν βίο του εὐεργετώντας τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἰδιαίτερα τοὺς πάσχοντες καὶ τοὺς πτωχούς.
Ἐγκαταβίωσε στὸ ἀσκητήριό του ἐνενήντα πέντε χρόνια, χωρὶς νὰ μετακινηθεῖ ἀπὸ τὸν τόπο αὐτό. Συνέστησε δὲ καὶ Ἀδελφότητα, τὴν ὁποία ἀποτελοῦσαν πολλοὶ ἀσκητές. Λίγο πρὶν τὸ μακάριο τέλος του, συγκέντρωσε τὰ μέλη τῆς Ἀδελφότητας, ὅρισε τὸν διάδοχό του καὶ στὴν συνέχεια εὐλόγησε τοὺς μοναχούς. Λίγες ἡμέρες μετὰ ὁ Ὅσιος Ἀνίνας κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ ἡλικία ἑκατὸν δέκα ἐτῶν.



Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ ἐν Ρουφινιαναὶς
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἀσκήτεψε θεοφιλῶς καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.




Ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος ὁ ἐν Πάτμῳ (ἑορτὴ Χριστόδουλος)


Ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος, κατὰ κόσμο Ἰωάννης, γεννήθηκε τὸ 1020 στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν Θεόδωρο καὶ τὴν Ἄννα. Ἀνατράφηκε ἀπὸ τὰ νεανικά του χρόνια στὴν μοναχικὴ πολιτεία καὶ ἀσκήτεψε στὸν Ὄλυμπο τῆς Βιθυνίας καὶ στὴν Παλαιστίνη.
Ἔπειτα ἀπῆλθε στὸ ὄρος Λάτρον τῆς Καρίας τῆς Μ. Ἀσίας, στὴ μονὴ τοῦ Στήλου, ὅπου ἵδρυσε βιβλιοθήκη καὶ συγκέντρωσε γύρω του πολλοὺς μοναχούς.
Ἐξαιτίας τῆς παραμονῆς του στὸ ὄρος τοῦ Λάτρου, ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος προσονομάζεται «Λατρηνός». Λόγω ὅμως τῶν βαρβαρικῶν ἐπιδρομῶν κατέφυγε, τὸ ἔτος 1079, στὴν Πάτμο, ὅπου μὲ τὴν συνδρομὴ τοῦ αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Α’ τοῦ Κομνηνοῦ (1081-1118) ἀνήγειρε τὴν περιώνυμη μονὴ καὶ βιβλιοθήκη.
Στὴν συνέχεια μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ ὑποθέσεις τῆς μονῆς καὶ ἀργότερα, ἀφοῦ παραιτήθηκε ἀπὸ ἡγούμενος, ᾖλθε στὸ Στρόβιλο, πόλη κοντὰ στὴν ἀκτὴ τῆς Μ. Ἀσίας καὶ ἀνέλαβε ἐκεῖ τὴν φροντίδα τῆς μονῆς τοῦ Ἀρσενίου.
Ἀπὸ τὸ Στρόβιλο μετέβη ἀργότερα στὴ νῆσο Κῶ. Ἐκεῖ ἵδρυσε μονὴ τῆς Ἁγνῆς Θεομήτορος, στὴν ὁποία κατόπιν ἐνεργειῶν του ὁ αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου Ἀλέξιος Α’ ὁ Κομνηνός, δώρισε προάστια τῆς νήσου Λέρου καὶ τὴ νῆσο Λειψῶ.
Ἀπὸ τὴν Κῶ μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἀφοῦ συνάντησε τὸν αὐτοκράτορα Ἀλέξιο Α’ Κομνηνό, τὸν παρακάλεσε νὰ τοῦ δώσει ἄδεια νὰ ἱδρύσει μονὴ στὴ νῆσο Πάτμο. Ἡ ἄδεια παρασχέθηκε καὶ ἐπιπλέον παραχωρήθηκε στὸν Ὅσιο ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα καὶ ὅλη ἡ νῆσος τὸ ἔτος 1088.
Ἡ ἀνέγερση τῆς μονῆς στὴν Πάτμο, ἡ ὁποία τιμᾶται στὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἐξαιτίας τῆς συγγραφῆς τῆς Ἀποκαλύψεως ἀπὸ τὸν ἱερὸ Εὐαγγελιστὴ στὸ νησὶ αὐτό, ἄρχισε ἀμέσως ἀπὸ τὸν Ὅσιο Χριστόδουλο.
Πρὶν ὅμως ἀκόμη τελειώσει τὸ ἔργο, ὁ Ὅσιος ἀναγκάστηκε μαζὶ μὲ τοὺς μοναχοὺς νὰ ἐγκαταλείψει τὸ ἔργο καὶ τὸ νησί, λόγω τῶν ἐπιδρομῶν τῶν Τούρκων ἐναντίων αὐτῶν.
Ἀπὸ τὴν Πάτμο καταπλέει γιὰ ἀσφάλεια στὸν Εὔριπο (Εὔβοια) κατὰ τὸ ἔτος 1092.
Ἡ διαμονὴ τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου στὴν Εὔβοια ἦταν σύμφωνα μὲ ἐπιστημονικὲς ἔρευνες μικρῆς διάρκειας. Ὑπάρχει ἡ πληροφορία ὅτι ἕνας εὐσεβὴς καὶ πλούσιος κάτοικος τοῦ Εὐρίπου προσέφερε τὴν πολυτελῆ οἰκία του στὸν Ὅσιο, ὁ ὁποῖος τὴν ἀνέδειξε σὲ μοναστῆρι, ἂν καὶ οἱ φροντίδες τοῦ Ὁσίου, ἐξαιτίας τῆς μεγάλης περιουσίας τοῦ μοναστηριοῦ στὴν Πάτμο, ἀπαιτοῦσαν τὴν παραμονή του ὄχι στὴν ἔρημο ἀλλὰ κοντὰ στὸν κόσμο.
Ἐξάλλου, στὴν Εὔβοια ἀνέκαθεν ὑπῆρχε παράδοση, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος παρέμεινε ἀσκητεύοντας στὸ σπήλαιο στὸ δυτικὸ ἄκρο τῆς κωμόπολης Λίμνη (Ἐλύμνιον).
Ὁ Ὅσιος κατὰ τὴν διαμονή του στὸν Εὔριπο συνέταξε τὴν «Διαθήκη» καὶ τὸν «Κωδίκελλό» του (Μάρτιος 1093). Τὴ Διαθήκη αὐτή, γιὰ νὰ ἔχει ἰσχύ, τὴν ὑπογράφουν ἑπτὰ ἀξιωματοῦχοι τῆς ἐπισκοπικῆς ἀρχῆς καὶ τῆς πόλεως Εὐρίπου (Χαλκίδος), ἤτοι Λέων πρεσβύτερος καὶ σακελλάριος τῆς πόλεως Εὐρίπου, Ἰωάννης πρεσβύτερος καὶ νοτάριος τῆς καθέδρας Εὐρίπου, Μιχαήλ… τῆς καθέδρας Εὐρίπου, Βασίλειος ὁ εὐτελὴς διάκονος… καὶ νοτάριος Εὐρίπου κ.ἅ.
Εἰδικότερα ὁ Μητροπολίτης Ρόδου Ἰωάννης, στὸ ἔργο του «Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἠμῶν Χριστοδούλου» ἐξιστορεῖ τὴν διαμονὴ καὶ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου στὸν Εὔριπο, ποὺ συνέβη τὸ ἔτος 1093, ὅπως καὶ τὴν ἀνακομιδὴ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου του καὶ τὴ μεταφορά του στὴν Πάτμο, ἀναγράφοντας τὰ ἑξῆς:
«Καὶ φθάνουν ἐκεῖ ὁ Ὅσιος μαζὶ μὲ τὴν ἀδελφότητα, ἐκεῖ ὅπου τὸ νερὸ τῆς θάλασσας εἰσρέει πρὸς τὰ ἔξω καὶ πάλι ὀπισθοχωρώντας δημιουργεῖ κάποιο στενὸ θαλάσσης, ποὺ οἱ ἀρχαῖοι τὸ ὀνόμασαν πορθμὸ τοῦ Εὐρίπου. Καὶ ἐκεῖ λοιπόν, ἀφοῦ ἔγινε τὸ ἀντικείμενο τοῦ θαυμασμοῦ ὅλων καὶ ἀφοῦ ἀξιώθηκε τὴν πρέπουσα τιμή, σὰν νὰ ἦταν Ἄγγελος σὲ θνητὸ σῶμα, νουθετοῦσε τὸ ποίμνιό του, γιὰ νὰ μὴ δυσφορεῖ στὶς συχνὲς μετακινήσεις, οὔτε νὰ ἀντιστέκεται ἀνόητα στὶς βουλὲς τοῦ Θεοῦ, ποὺ οἰκονομεῖ τὰ πάντα ἐν σοφίᾳ.
Ἀλλὰ ἕνας ἀπὸ τοὺς μοναχούς, ἐπειδὴ δὲν ὑπέμενε τὶς κακουχίες, οὔτε τὸ στριφνὸ καὶ τὸ ἐπίπονο τῆς ἀρετῆς, ὅπως ὁ Ἰούδας ἀπὸ τοὺς δώδεκα ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν ὁμήγυρη τῶν ἀδελφῶν καὶ τὴν πνευματικὴ ἐκείνη συγκέντρωση τὴν ἀντικατέστησε μὲ κῆπο, ποὺ νοίκιασε. Καί, καθὼς ὁ διάβολος εἰσῆλθε στὸν Ἰούδα καὶ τὸν ὤθησε στὴν προδοσία, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ πονηρὸ δαιμόνιο βασάνιζε τὸν μοναχὸ ποὺ εἶχε ἀποσπασθεῖ ἀπὸ τὴν ἀδελφότητα καὶ ἀνακοινώνεται στὸν πατέρα ἡ ἀσθένεια τοῦ μικρόψυχου ἀδελφοῦ.
Ἐκεῖνος, πρᾶος καὶ ἀνεξίκακος, δίνοντας τόπο στὴν ὀργή, ἀφοῦ πῆρε τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, ἔρχεται τὸ βράδυ πρὸς τὸν μαινόμενο καὶ παράφρονα, διαβάζει τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιὰ ἀσθενῆ καὶ ἀμέσως βελτιώνεται ἡ θέση τοῦ ἀρρώστου, ὁ ὁποῖος δὲν ἐπιθυμοῦσε πλέον νὰ ἀσχολεῖται μὲ τὴν φύτευση δένδρων καὶ τὴν ἄρδευση κήπων, ἀλλὰ προθυμοποιεῖται γιὰ τὴν καλλιέργεια τῆς γῆς τῆς ἀρετῆς, ἐπανερχόμενος μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ πάλι στὴν ποίμνη, ἀπὸ τὴν ὁποία κακῶς προηγουμένως εἶχε ἀποκοπεῖ.
Μετὰ τὴν πάροδο μικροῦ χρονικοῦ διαστήματος, προφητεύει σὲ ὅσους τὸν ἀκολουθοῦσαν ὅτι θὰ ἀποδημήσει πρὸς τὸν Κύριο, ὅτι οἱ Ἀγαρηνοὶ δὲν θὰ κατοικήσουν μέχρι τέλους στὰ νησιὰ καὶ ὅτι ὁ ἐπιστήθιος φίλος του δὲν θὰ ἀδιαφορήσει γι’ αὐτούς, ἀλλὰ ὅτι μόλις καταπαύσει ἡ θαλασσοταραχή, θὰ ἐπανέλθουν καὶ πάλι στὸ πνευματικὸ μαντρί.
Παρακαλεῖ λοιπὸν νὰ παραλάβουν μαζί τους τὸ νεκρὸ σῶμα του ἀπὸ τὴν ξένη αὐτὴ γῆ καὶ νὰ τὸ τοποθετήσουν στὸ ναό, γιὰ τὸν ὁποῖο μόχθησε πολύ. Αὐτά, ἀφοῦ προεῖπε σὲ ὅσους συναναστρεφόταν καὶ καθαγίασε τοὺς πάντες μὲ ἀποχαιρετιστήρια λόγια, παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Θεό, τὴν 16η Μαρτίου.
Ταυτόχρονα μὲ τὴν ἐκπλήρωση τῆς προφητείας καὶ τὴν ἐξαφάνιση τῶν πειρατῶν ἀπὸ τὴ θάλασσα μὲ τὴν δύναμη τοῦ ἄρχοντος, οἱ καλοὶ μαθητές του θυμόντουσαν τὴν προφητεία τοῦ ἐνάρετου ποιμένα καὶ ἑτοιμάζονταν νὰ ἀποπλεύσουν. Ἐπειδὴ ὅσοι κατοικοῦσαν τὴ χώρα ἐκείνη ἄκουσαν ὅτι θὰ στεροῦνταν τὸ τίμιο ἐκεῖνο σῶμα, ἀφοῦ συγκεντρώθηκαν ἀπὸ τὰ γύρω μέρη, ἔλεγαν ἀπροκάλυπτα, ὅτι μὲ κανένα λόγο δὲν θὰ τὸ ἐπέτρεπαν αὐτό.
Γιατί νόμιζαν ὅτι θὰ ἦταν ἀνόητο καὶ ἐξ’ ὁλοκλήρου ἀσύνετο, νὰ ἐπιτρέψουν σὲ ἄλλους νὰ τὸ μετακομίσουν ὅπου ἤθελαν, ἐπειδὴ (ὁ Ὅσιος) ἦταν γι’ αὐτοὺς σωτῆρας, ἰατρὸς καὶ θεραπευτὴς κάθε ἀρρώστιας. Γι’ αὐτὸ μὲ αὐστηρότητα φρουροῦσαν τὸν νεκρό. Ἀλλὰ δὲν ἔπρεπε νὰ διαψευσθεῖ ἡ προφητεία τοῦ μάκαρος.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἀφοῦ πλέον εἶχε προχωρήσει ἡ νύχτα, ξεφεύγοντας ἀπὸ τὴν προσοχὴ τῶν φρουρῶν, μεταφέροντας τὸν νεκρὸ στοὺς ὤμους τὸν ἐπιβιβάζουν σὲ πλοῖο καί, ἀφοῦ ἔτυχαν νηνεμίας, φθάνουν στὸ νησί, ἀποβιβάζουν μὲ μεγαλοπρεπῆ πομπὴ τὸ ἱερὸ σκῆνος ὑμνολογώντας τὸν Θεὸ καὶ εὐωδιάζοντας τὸν ἀέρα μὲ ἀρώματα.
Καὶ τώρα ἄρτιο καὶ σῶο κεῖται τὸ σκήνωμα στὸ ναὸ τοῦ Ἀποστόλου καὶ ἀναβλύζει πηγὲς θαυμάτων καὶ ὅσοι μὲ πίστη τὸ ἀγγίζουν αἰσθάνονται κάποια ὀσμὴ μύρου καὶ μὲ μόνη τὴν ἁφὴ καθαγιάζονται καὶ ἀπελευθερώνονται ἀπὸ κάθε σωματικὴ βλάβη».
Ἀπὸ τὰ ὅσα συνέγραψε ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος διασώθηκαν τὰ ἑξῆς: «Ὑποτύπωσις ἤτοι διάταξις γενομένη πρὸς τοὺς ἐαυτοῦ μαθητᾶς ἐν τὴ ἐν Πάτμῳ ἰδὶα αὐτοῦ μονή», ἡ προαναφερθεῖσα «Διαθήκη» καὶ ὁ «Κωδίκελλος».
Ἡ μνήμη τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου ἑορτάζεται στὶς 21 Ὀκτωβρίου.



Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἐκ Γεωργίας


Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος (Μέσχι) ἔζησε κατὰ τὸν 13ο αἰῶνα στὴ Γεωργία στὰ χρόνια τοῦ ἡγεμόνα Δημητρίου τοῦ Β’ (1271-1289). Ἐργάστηκε ἱεραποστολικὰ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.



Ὁ Ὅσιος Ποιμὴν ὁ διὰ Χριστὸν Σαλὸς ἐκ Γεωργίας


Ὁ Ὅσιος Ποιμὴν ἔζησε στὴ Γεωργία κατὰ τὸν 13ο αἰῶνα μ.Χ. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Τι εννοούμε όταν λέμε σεβασμός στους Πατέρες της Εκκλησίας;



Τι εννοούμε όταν λέμε σεβασμός στους Πατέρες της Εκκλησίας;

Όσοι ομιλούν περί Εκκλησίας χωρίς να λαμβάνουν υπ' όψει τους Πατέρας δεν είναι ορθόδοξοι.
Όσοι διδάσκουν, βασιζόμενοι μόνον εις την Αγίαν Γραφήν και δεν ακολουθούν την ερμηνείαν αυτής υπό των Αγίων Πατέρων, προτεσταντίζουν.
Όσοι υπευθύνως ενεργούν, ανατρέποντες όσα άχρις ημών η πολιά αρχαιότης διέσωσε, πλήττουν εις τα καίρια την Εκκλησίαν.
Όσοι δεν έπονται εις την ποικίλην διδασκαλίαν των Αγίων Πατέρων, αντιπίπτουν εις το Πνεύμα το Άγιον.
Όσοι ανατρέπουν τας Παραδόσεις της αγιωτάτης Εκκλησίας μας, ομοιάζουν με τον ρωμαίον στρατιώτην, ο οποίος εράπισε εις την σιαγώνα τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν.

Αντιθέτως,
Όσοι ομιλούν περί Εκκλησίας και νοούν Πατέρας, αυτοί είναι όντως Ορθόδοξοι.
Όσοι διδάσκουν θεολογίαν και με την μεν δεξιάν κρατούν την Αγίαν Γραφήν, εις δε την ευώνυμον την ερμηνείαν των Πατέρων, αυτοί ευρίσκονται εντός της πνευματικότητος της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Όσοι υπευθύνως ενεργούν βάσει των Πατερικών Παραδόσεων, αυτοί δοξάζουν αληθώς τον Θεόν.
Όσοι αποδέχονται την Παράδοσιν της Εκκλησίας ως ισόκυρον με τας Αγίας Γραφάς και αγωνίζονται δι' αυτήν, είναι μάρτυρες τη προαιρέσει.

Εκ του περιοδικού "Ορθόδοξος Φιλόθεος Μαρτυρία"
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"


Βίος Οσίου Αλεξίου του ανθρώπου του Θεού


Βίος Οσίου Αλεξίου του ανθρώπου του Θεού
Ο Όσιος Αλέξιος ο άνθρωπος του Θεού εορτάζει στις 17 Μαρτίου


Οι γονείς του Οσίου

Ο Όσιος Αλέξιος γεννήθηκε στην Ρώμη στα χρόνια των ευσεβών βασιλέων Αρκαδίου και Ονωρίου. Οι δύο αυτοί Αυτοκράτορες ήταν παιδιά του Μεγάλου Θεοδοσίου και 
βασίλεψαν ο Πρώτος στην Ανατολή και ο δεύτερος στη Δύση.
Ο πατέρας του Οσίου ελέγετο Ευφημιανός. Ο Ευφημιανός ήταν ένας τέλειος εργάτης του αμπελώνος του Σωτήρος Χριστού. Ο πολύς πλούτος δεν του νάρκωσε την καρδιά και 
δεν του σκλάβωσε την ψυχή. Αντιθέτως, χρησιμοποίησε με χριστιανικό τρόπο τον πλούτο του. Τον χρησιμοποίησε για ν' απαλύνει τον ανθρώπινο πόνο και την δυστυχία. 
Στο θείο και φιλάνθρωπο αυτό έργο του, τον βοηθούσε και η γυναίκα του, η Αγλαΐς. Φιλάνθρωποι, λοιπόν, ανοιχτόκαρδοι, πονόψυχοι, Χριστιανοί πραγματικοί ήταν οι γονείς του 
Οσίου Αλεξίου. Η αγάπη τους αυτή για τους δυστυχισμένους συνανθρώπους τους δεν ήταν αγάπη απλή, τυπική και υποκριτική αλλά αγάπη πλούσια, πηγαία, αληθινή...
Αλλά οι άνθρωποι του εγωϊσμού και της κακίας, οι σκλάβοι του πλούτου και των κοσμικών τύπων, άρχισαν να τους κατηγορούν και να τους περιπαίζουν. Και το αγαπημένο
ανδρόγυνο, χωρίς να παρασύρεται από τις ειρωνείες συγγενών, φίλων και γνωστών, συνέχισε την ευλογημένη του συνήθεια, να φιλοξενεί, να ευεργετεί, να ενθαρρύνει, 
να ελεεί και να προσφέρει κάθε βοήθεια στον ανθρώπινο πόνο...


«Η γέννησις του Αλεξίου»

Το φιλάνθρωπο εκείνο ανδρόγυνο το βασάνιζε εν τούτοις μια σιωπηλή θλίψις. Ο κρυφός πόνος του και ο μεγάλος καϋμός τους ήταν, που δεν είχαν παιδί. Πάντοτε με ελπίδα και 
πίστη προσευχότανε στο Θεό να τους εκπληρώσει την επιθυμία τους αυτή. Ο Θεός άκουσε τις προσευχές τους. Έτσι η Αγλαΐς συνέλαβε και γέννησε παιδί, το οποίο ονόμασαν
Αλέξιο. Ο μικρός Αλέξιος άρχισε να μεγαλώνει μέσα σ' ένα περιβάλλον, που πλημμύριζε από αγάπη, χριστιανική αρετή και ανθρωπιά. Με το νεανικό του χέρι άρχισε κι' αυτός να 
μοιράζει υλικά αγαθά στους φτωχούς και στα ορφανά.
Γενικά η ανατροφή του Αλεξίου ήταν πολύ επιμελημένη. Από την φροντισμένη αυτή χριστιανική διαπαιοαγώγηση διαμορφώθηκε ένας υπέροχος χαρακτήρας. Ήταν ακόμα ο 
νεαρός Αλέξιος μυαλό λαμπερό. Έμαθε και ενετρύφησε, όχι μόνο στα εκκλησιαστικά συγγράμματα, αλλά και στην κοσμική παιδεία. Απ' όλη την μελέτη κατέληξε στο 
συμπέρασμα, ότι ματαιότης και ποταπότης είναι όλα τα εγκόσμια. Με αυτές τις σκέψεις και με αυτά τα συμπεράσματα, ο φωτισμένος Αλέξιος άρχισε να παίρνει και τις αποφάσεις 
του... Η πρώτη του, λοιπόν, ενέργεια ήταν να ντυθεί μέσα από τα πολυτελή του ενδύματα, κατάσαρκα, ράσο τρίχινο. Το ασκητικό αυτό ένδυμα το φορούσε κρυφά από τους γονείς 
του. Δεν ήθελε να ξέρει κανένας γι' αυτό το γλυκό μυστικό της θείας χαράς του Ουρανού, που πλημμύριζε την ζωή του...


Ο γάμος του Αλεξίου

Ενώ όμως η καρδιά του θεοφώτιστου Αλεξίου λεγότανε από τον πόθο να ζήσει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού και με αυστηρό ασκητικό τρόπο, οι γονείς του άλλα σχεδιάζανε.
Όταν, λοιπόν, έφθασε ο Αλέξιος σε κατάλληλη ηλικία, οι γονείς του επέμειναν να τον νυμφεύσουν. Τότε πέρασε ο Όσιος μια μεγάλη κρίση, μια δύσκολη στιγμή. Δεν θέλησε να 
αρνηθεί σθεναρά στους γονείς του. Ο Θεός όμως οικονόμησε τα πράγματα και βγήκε από το αδιέξοδο. Ο Όσιος γνώριζε ότι μία νέα ήθελε να μείνει και αυτή άγαμος, για να 
υπηρετεί τους φτωχούς. Ήξερε ακόμη ότι κι' εκείνη πιεζότανε από τους γονείς της να παντρευτεί. Συνεννοήθηκε, λοιπόν, μαζί της και συμφώνησαν να στεφανωθούν, αλλά να 
μείνουν παρθένοι και να εκπληρώσουν την κατά Θεό επιθυμία τους.
Ήρθε, λοιπόν, ύστερα από την συμφωνία αυτή και η μέρα των γάμων τους. Την νύχτα της ίδιας μέρας των γάμων τους, οι δύο νέοι αφού έμειναν μόνοι προσευχήθηκαν μαζί 
αρκετή ώρα. Έπειτα με σύμφωνη γνώμη της ευσεβούς νέας, με την συναίνεση της, με την άδειά της, θα λέγαμε, ετοιμάστηκε ο Όσιος να φύγει μακρυά από τη Ρώμη, να πάει
αλλού, σε ξένο τόπο. Τύλιξε, λοιπόν, το δακτυλίδι του και την ζώνη του και την έδωσε στη νεαρή νύφη λέγοντας:
— Πάρε αυτά, αγαπητή μου, και φυλαξέ τα. Ο Θεός να βρίσκεται κοντά μας και να φροντίσει για μας...


Προς την Συρία

Αφού, λοιπόν, έτσι αποχαιρέτησε την νεαρή κόρη, πήγε στο διπλανό δωμάτιο του, ντύθηκε όσο μπορούσε πιο φτωχικά, πήρε μαζί του χρυσάφι, τιμίους λίθους και μαργαριτάρια 
και κατέβηκε στο λιμάνι. Εκεί βρήκε ένα πλοίο, που έφευγε για την Συρία. Μπήκε μέσα και χωρίς δισταγμό ακολούθησε το μεγάλο ταξίδι... Όταν το καράβι έφτασε στην Λαοδίκεια,
ο Όσιος κατέβηκε στην πόλη, για να συνεχίσει από εκεί δια ξηράς το ταξίδι του προς την Έδεσσα της Συρίας. Εκεί, υπήρχε ο Ναός του Κυρίου, στον οποίο εφυλάσσετο η 
αχειροποίητη εικόνα του Δεσπότου Χριστού. Γεμάτος από ένθεη χαρά έμεινε εκεί αρκετό καιρό. Μοίρασε στους φτωχούς τα αρκετά πολύτιμα αντικείμενά του και τα χρήματά του.
Ζούσε πλέον σκληρή ασκητική ζωή. Έμενε εκεί στον Ναό με παλιά, άχρηστα ρούχα σαν ζητιάνος και ένοιωθε ευτυχία να βλέπει την πολυπόθητη μορφή του Δεσπότου Χριστού, 
στην αχειροποίητη εικόνα Του. Πολλοί ευσεβείς χριστιανοί του έδιναν ελεημοσύνη αλλ' αυτός δεν κρατούσε για τον εαυτό του, παρά μόνο ολίγα χρήματα για ν' αγοράζει ψωμί. Τα 
άλλα τα μοίραζε στους φτωχούς. Και όσο ο καιρός περνούσε, όλο και πιο πολύ πρόκοβε στην αρετή και στην άσκηση. Προσευχότανε με θερμή πίστη, νήστευε και αγρυπνούσε. 
Περνούσε τις μέρες του με αυστηρή εγκράτεια. Η αυστηρή ασκητική ζωή χάραξε στο πρόσωπο του τα σημάδια της. Η ομορφιά του προσώπου του χάθηκε. Η όψις του μαύρισε. 
Τα μάτια του βαθουλώσανε μέσα στις κόγχες. Έγινε σαν άσαρκη σκιά. Και όμως μύριζε όλος αγιότητα. Η μορφή του ήταν τώρα αυστηρή, άλλα και γλυκιά. Κάθε Κυριακή 
μεταλάβαινε τα Θεία και Άχραντα Μυστήρια.


Ο θρήνος των γονέων

Από την ήμερα, που εξαφανίστηκε από το σπίτι του ο Όσιος Αλέξιος, οι γονείς του θρηνούσαν απαρηγόρητοι. Δεν ήξεραν για ποιο μέρος έφυγε, ούτε μάθαιναν τίποτε γι' αυτόν. 
Έκλαιγαν, λοιπόν, συνεχώς πικραμένοι. Για να μπορέσουν να τον βρουν, έστειλαν ανθρώπους τους παντού. Απεσταλμένοι του Ευφημιανού και της Αγλαΐδος έφθασαν ρωτώντας 
γι' αυτόν, μέχρι την Έδεσσα. Έτσι, αφού οι απεσταλμένοι του Ευφημιανού πέρασαν πολλές πόλεις και επισκέφθηκαν πολλά Μοναστήρια ρωτώντας για τον Όσιο Αλέξιο, γύρισαν 
άπρακτοι στην Ρώμη. Θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός ξέσπασε τότε στο αρχοντικό του Οσίου και τους γονείς, τους συγγενείς, τους φίλους και τους γνωστούς.
Δέκα επτά ολόκληρα χρόνια έμεινε στον νάρθηκα του Ναού της Υπεραγίας Θεοτόκου, στην Έδεσσα της Συρίας ο Όσιος Αλέξιος. Έζησε εκεί μέσα στην αυστηρή άσκηση, στην 
αρετή και την αγιότητα. Η αγία του ζωή προκαλούσε το ενδιαφέρον των χριστιανών. Πολλοί χριστιανοί έτρεχαν κοντά του για να θαυμάσουν την αγιότητά του και την σκληρή 
ασκητική ζωή. Τότε ο Όσιος φοβήθηκε μήπως επηρεασθεί από τις εκδηλώσεις του κόσμου, μήπως υπερηφανευθεί και στερηθεί έτσι της ουρανίας δόξης, γι' αυτό αποφάσισε να 
πάει αλλού σε ξένο κι' άγνωστο τόπο. Ξεκίνησε, λοιπόν, για τα μέρη της Κιλικίας. Ήθελε να γνωρίσει την πατρίδα του Αποστόλου Παύλου, την Ταρσό. Καθώς όμως προχωρούσε 
το καράβι, ξέσπασε άγρια θύελλα στην θάλασσα. Αντίθετοι, σφοδροί άνεμοι απεμάκρυναν τον καπετάνιο από την πορεία του. Η κακοκαιρία συνεχιζόταν επί πολλές μέρες. Τότε ο 
καπετάνιος του καραβιού άλλαξε πορεία και πήρε κατεύθυνση για την Ρώμη. Έτσι, λοιπόν, ο Όσιος Αλέξιος, χωρίς να το σκεφθεί και να το επιζητήσει, βρέθηκε στο πατρικό
χώμα. Τότε σκέφθηκε, ότι ήταν θέλημα Θεού να ξαναδεί τους δικούς του.


Στο πατρικό του σπίτι

Προτού ξεκινήσει για το πατρικό του σπίτι, πήγε πρώτα στην Εκκλησία και προσευχήθηκε. Παρακάλεσε τον Θεό να τον βοηθήσει, ώστε να φέρει σε καλό τέλος την απόφαση του 
αυτή. Έπειτα πήγε στο σπίτι του σαν άγνωστος, σαν ξένος, που είχε ανάγκη βοηθείας. Εκεί βρήκε εγκάρδια υποδοχή και περιποίηση, χωρίς όμως να τον αναγνωρίσει κανείς. 
Από τότε έκανε τακτικές επισκέψεις στο σπίτι του, αλλά έμενε πάντα ένας άγνωστος καλόγηρος. Οι γονείς του του έδειχναν μεγάλη συμπάθεια, τον παρακαλούσαν να μείνει στο 
σπίτι τους και να αφοσιώνεται απερίσπαστος στις θρησκευτικές του ασχολίες. Την διαμονή αυτή δεν την χρησιμοποίησε άκαρπα. Σ' όλους όσοι έφθαναν στο αρχοντικό και 
δείπνιζαν, ανέπτυσσε ο Όσιος τον Λόγο του Θεού. Δίδασκε με θαυμαστό τρόπο και πρωτοφανή ζέση. Τα μάτια όλων κρεμόταν στα χείλη του. Όλοι τον άκουγαν με συγκίνηση. 
Έτσι το σπίτι του Ευφημιανού δεν έδινε μόνο υλική τροφή και ενδυμασία για το σώμα, αλλά συγχρόνως και τροφή, για την ψυχή. Το σπίτι αυτό έλαμπε σαν μια «κατ' οίκον 
Εκκλησία».


Ο φθονερός δαίμων τον πειράζει

Ο μισόκαλος και φθονερός δαίμονας βλέπει το έργο του Αλεξίου να αναπτύσσεται, να ριζώνει και να φουντώνει. Αυτή η προκοπή τον συγκλονίζει. Βάζει τους δούλους του 
Ευφημιανού να τον περιφρονούν, να τον εμπαίζουν, να τον πειράζουν και να τον ενοχλούν συνεχώς. Ο Όσιος καταλαβαίνει, ότι δοκιμάζεται και υπομένει με θαυμαστή καρτερία. 
Τα υπομένει όλα με σιωπή, χωρίς τον παραμικρό γογγυσμό, χωρίς την παραμικρή κουβέντα. Ο πειρασμός γινότανε πιο οξύς, όταν έβλεπε τον πατέρα του να κλαίει για τον χαμό 
του παιδιού του, και όταν έβλεπε την μητέρα του και την σεμνή κόρη, την σύζυγο του, να θρηνολογούν για το δικό του χαμό...
Πόλεμος γινότανε τότε μέσα του. Η αγάπη προς τους γονείς και η αγάπη προς τον Θεό τον έβαζαν στην μέση. Στο τέλος όμως νικούσε πάντοτε η αγάπη προς τον Θεό. Σε 
τέτοιες στιγμές ο Όσιος προσευχότανε και υπενθύμιζε στον εαυτόν του ψιθυριστά τα λόγια του Κυρίου: «Ο φιλών πατέρα η μητέρα υπέρ εμέ• ουκ εστί μου άξιος». Όποιος αγαπά 
τον πατέρα ή την μητέρα του, περισσότερο από μένα, δεν είναι άξιος για δούλος μου. Και όμως ο πόνος των γονέων πολλές φορές τον κλόνιζε. Τότε ο Όσιος παρακαλούσε τον 
Θεό να του εκπληρώσει μια επιθυμία. Να μη πεθάνουν πιο νωρίς από εκείνον οι γονείς του από την στεναχώρια.


Η κοίμησις του Οσίου

Αλλά ο μάταιος και ποταπός επίγειος βίος περνάει γρήγορα. Έτσι γρήγορα έκλεισε και ο γεμάτος πόνους, κόπους και θυσίες επίγειος βίος του Οσίου Αλεξίου. Λίγες μέρες 
προτού κοιμηθεί ο Όσιος και αναπαυθεί έτσι από τους κόπους και τα βάσανα, που πέρασε στη γη, του απεκάλυψε ο Θεός, ότι θα έφευγε από τον πρόσκαιρο τούτο κόσμο. Τότε 
ζήτησε από από ένα δούλο του αρχοντικού του πατέρα του να του φέρει χαρτί και μελάνι. Κάθισε έπειτα και έγραψε με λίγα λόγια την ιστορία του και φανέρωσε το όνομά του. Για 
να γίνει μάλιστα πιστευτός, έγραψε και μερικές λεπτομέρειες της ατομικής του ζωής. Υπενθύμισε τα λόγια, που είχε ειπεί στην νύφη, την γυναίκα του, όταν της έδωσε εκείνο το 
βράδυ της αναχωρήσεώς του, το δακτυλίδι του.
Έπειτα έγραψε στους γονείς και στη γυναίκα του, σε τόνο παρακλητικό, να μην οργισθούν και να μη του κρατήσουν κακία, διότι τους βύθισε σε θλίψη και βάσανα. Ότι έπραξε, 
τους έλεγε, το έπραξε διότι πρέπει να υπακούσει κανείς στο Σωτήρα του περισσότερο από τους γονείς και την σύζυγο. Αφού, λοιπόν, τελείωσε το γράμμα, έπεσε σε συνεχή 
και αδιάλειπτη προσευχή.


Θαύμα στη Ρώμης

Λίγο, πριν κοιμηθεί εν Κυρίω ο Όσιος, έγινε ένα θαυμαστό γεγονός στην Ρώμη. Ενώ ιερουργούσε ο Αρχιεπίσκοπος Ιννοκέντιος στον Ναό των Αγίων Αποστόλων της Ρώμης 
παρόντος και του βασιλέως Ονωρίου, ακούστηκε φωνή από τον Ουρανό που έλεγε:
— Την Παρασκευή «ο άνθρωπος του Θεού» εξέρχεται εκ του σώματος και ζητήσατε αυτόν, ίνα ποιήση υπέρ της πόλεως δέησιν, όπως μείνετε αβλαβείς.
Την Πέμπτη το βράδυ συγκεντρώθηκαν όλοι στον Ναό των Αγίων Αποστόλων και τέλεσαν ολονύκτια αγρυπνία. Παρακαλούσαν τον Θεό να τους υποδείξει που θα βρουν τον 
δούλο Του, τον «άνθρωπον του Θεού», όπως τον ονόμασε η ουράνια φωνή. Κατά τα ξημερώματα ακούστηκε πάλι φωνή από τον ουρανό, που έλεγε:
«Εν τω οίκω του Ευφημιανού έστιν ο άνθρωπος του Θεού».
Κατάλαβε τότε ο Ευφημιανός, ότι επρόκειτο για εκείνον τον πράο, τον διδακτικό και άγιο, που έμενε, κοντά του. Έτρεξε, λοιπόν, με τον Αρχιερέα, τον Βασιλέα και τους άλλους 
άρχοντες προς το φτωχικό οικίσκο, που έμενε ο Όσιος. Μόλις μπήκαν μέσα βρήκαν τον Άγιο με σκεπασμένο το πρόσωπο, ενώ στο δεξί του χέρι κρατούσε ένα γραμμένο χαρτί. 
Το χαρτί αυτό προσπάθησε να το πάρει ο Ευφημιανός, αλλά δεν μπορούσε. Έπειτα ξεσκέπασαν το πρόσωπο του Αγίου Αλεξίου και τότε είδαν όλοι με θαυμασμό, ότι το 
πρόσωπο του άστραψε και ότι μετά δυσκολίας μπορούσε κανείς να το κοιτάξει. Αρχιερεύς, Βασιλεύς και λαός γονάτισαν τότε με ταπείνωση και ασπάσθηκαν το λείψανο του 
Αγίου. Έπειτα, αφού προσευχήθηκαν, πήραν από τα χέρια του το γράμμα και το διάβασαν. Ήταν ο Αλέξιος! Ήταν ο Όσιος ανέκραξαν όλοι.
Με ασυγκράτητη και ανάμεικτη συγκίνηση ρίχτηκε τότε ο Ευφημιανός στο λείψανο του Αγίου, του παιδιού του και το πότιζε με δάκρυα στενάζοντας, κλαίγοντας και 
μοιρολογώντας... Προστέθηκαν σε λίγο και οι θρήνοι της μητέρας του Αγλαΐδος και της ευσεβούς κόρης και νύμφης της. Πως ν' αντιδράσουν σ' αυτό το θαυμαστό γεγονός; Να 
κλάψουν ή να χαρούν; Να πενθήσουν τον θάνατο ή να πανηγυρίσουν την εύρεση; Έπειτα ο Πατριάρχης και ο Βασιλεύς, σχεδόν με την βία, έφεραν το λείψανο στο κέντρο της 
πόλεως για να το ασπασθούν όλοι. Εκεί έγιναν τότε θαυμαστά γεγονότα. Κωφάλαλοι μίλησαν και άκουσαν, δαιμονισμένοι γιατρεύτηκαν, λεπροί καθαρίστηκαν και πολλές άλλες 
αρρώστιες εξαφανίζοντο μόλις οι ασθενείς καταφιλούσαν το ιερό λείψανο.
Το λείψανο μετακομίσθηκε στην Εκκλησία, όπου παρέμεινε μια εβδομάδα, ώστε όλοι να το ασπασθούν. Εν συνεχεία το έθαψαν στον Ναό του Αγίου Πέτρου. Από τον τάφο του 
ανάβλυσε θείο μύρο ευωδέστατο, με το οποίο χρίσθηκαν και γιατρεύτηκαν πολλοί άρρωστοι. Ο Όσιος Αλέξιος εκοιμήθη στις 17 Μαρτίου του 410. Τότε Βασιλεύς της 
Κωνσταντινουπόλεως ήταν ο Θεοδόσιος, υιός του Αρκαδίου, στη Ρώμη δε βασίλευε ο Ονώριος.


Ο Άγιος Αλέξιος «Ο Άνθρωπος του Θεού»

Ο Όσιος Αλέξιος ονομάζεται και ο «άνθρωπος του Θεού». Η ονομασία του αυτή δεν είναι γνωστό από που προήλθε. Η Παράδοσις λέγει, πως η Παναγία με αυτό το όνομα 
απεκάλυψε στους ανθρώπους το όνομα του Αγίου. Αλλά εκτός αυτού και κατά την κοίμηση του Οσίου Αλεξίου ακούστηκε, φωνή από τον ουρανό, που έλεγε:
«Ζητήσατε τον άνθρωπο του Θεού...».
Κατά μίαν άλλη εκδοχή η ονομασία του ίσως να προήλθε και από τα λόγια με τα οποία απαντούσε ο Όσιος σ' όσους τον ρωτούσαν, ποιος ήταν. Απαντούσε τότε ο Άγιος, 
ταπεινόφρονα, πως ήταν «άνθρωπος του Θεού», δηλαδή ένα από τα πλάσματα του Δημιουργού. Δεν είναι όμως και καθόλου παράδοξο την ονομασία του αυτή να του την 
έδωσαν οι Χριστιανοί, που έβλεπαν την καλοσύνη του, την πραότητα του, την αγιότητα του... Είναι μια ονομασία που λέγεται και σήμερα περί ανθρώπου αφιερωμένου στον Θεό.


Η Αγία Κάρα του Οσίου

Στο ιστορικό Μοναστήρι της Αγίας Λαύρας στα Καλάβρυτα βρίσκεται και φυλάσσεται, από τα Βυζαντινά ακόμη χρόνια, η Κάρα του Αγίου. Δωρήθηκε δε στην Ιερά αυτή Μονή από 
τον Αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγο το 1414. Ο Όσιος Αλέξιος θεωρείται προστάτης και πρόμαχος της ιστορικής πόλεως των Καλαβρύτων, αλλά και άγρυπνος φύλακας της 
Ιεράς Μονής της Αγίας Λαύρας.
Ο Βάρβαρος Ασιάτης επί Τουρκοκρατίας κατά το 1585 βάζει φωτιά και ερειπώνει την Ιερά Μονή. Η ακόρεστη ληστρική ορμή του δεν αφήνει τίποτε όρθιο. Επί δεκαπέντε χρόνια 
μένει το Μοναστήρι έρημος τόπος χωρίς «αίνον και χωρίς θυσίαν...». Ύστερα το Μοναστήρι συγκροτείται και πάλι και η Μοναστική Πολιτεία συνεχίζεται. Νέα λεηλασία ξεσπάει 
εναντίον της από βαρβάρους, Αλβανούς, Παπικούς το 1773. Κλέψανε τότε και την Κάρα του Αγίου, την οποία πουλήσανε στην Λάρισα. Εκεί, με το θέλημα του Θεού και ύστερα 
από αρκετό χρόνο, την βρήκε ο Ηγούμενος του Μοναστηριού Άνθιμος και την έφερε, με μεγάλη χαρά και αγαλλίασι στο ιστορικό Μοναστήρι της Λαύρας, όπου φυλάσσεται μέχρι 
σήμερα. Εκεί έχουν γίνει πολλά θαύματα. Η Ιερά Μονή Λαύρας έχει και μετόχι του Οσίου Αλεξίου στην Πάτρα.
Στην Λακωνία τιμούν με ξεχωριστό τρόπο την μνήμη του 'Οσιου, διότι διώχνει τις επιδημίες, που άπειλούν τον λαό. Στις περιπτώσεις θεραπείας από άρρώστειες, ο λαός 
παριστάνει τον "Αγιο με άναμένο δαυλό στον ούρανό.


ΤΟ ΚΑΛΥΜΑ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΣΤΗΝ ΛΑΤΡΕΙΑ.. ΠΑΡΑΔΗΓΜΑ ΜΑΣ ΟΙ ΑΓΙΕΣ ΜΑΣ .


ΤΟ ΚΑΛΥΜΑ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΣΤΗΝ ΛΑΤΡΕΙΑ..
ΠΑΡΑΔΗΓΜΑ ΜΑΣ ΟΙ ΑΓΙΕΣ ΜΑΣ .

ΕΡΩΤΗΣΗ : Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, γράφει στοὺς Κορινθίους ὅτι οἱ γυναῖκες κατὰ τὴν θεία λατρεία πρέπει νὰ ἔχουν τὸ κεφάλι τους σκεπασμένο. Γιατί δὲν τὸ τηροῦν αὐτὸ σήμερα ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες γυναῖκες;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν 1η πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολὴ του (Κεφ.11,5), γράφει: «Πᾶσα γυνὴ προσευχομένη ἡ προφητεύουσα ἀκατακαλύπτῳ τῇ κεφαλῇ καταισχύνει τὴν κεφαλὴν ἐαυτῆς· ἐν γάρ ἐστι καὶ τὸ αὐτὸ τῇ ἐξηυρημένῃ». Ἐδῶ ἀναφέρεται ὁ Ἀπόστολος Παῦλος Οἱ γυναῖκες , θεωροῦνταν σεμνὲς ἐὰν ἐκάλυπταν τὴν κεφαλήν τους. Μία γυναίκα ποὺ ἐμφανιζόταν. μὲ ἀκάλυπτη τὴν κεφαλὴν ἐθεωρεῖτο ὅτι ἦταν ἐλευθερίων ἠθῶν (ἄσεμνη, ὄχι καλῆς διαγωγῆς). Ἄν, δὲ μία γυναίκα ἔπεφτε σὲ μοιχεία τῆς ἐξύριζαν τὰ μαλλιά. Γι' αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τονίζει ὅτι ἐὰν μία γυναίκα ἐμφανίζεται στὴν ἐκκλησία χωρὶς κάλυμμα στὴν κεφαλήν, εἶναι σὰν νὰ ἔχει ξυρίσει τὰ μαλλιά της, πράγμα ποὺ θεωρεῖται προσβλητικό. Καὶ δὲν εἶναι καλὸ μία Χριστιανὴ νὰ δίνει κακὴ ἐντύπωση στὴν κοινωνία καὶ νὰ συμπεριφέρεται μὲ τρόπο ποὺ προκαλεῖ ἄσχημα σχόλια εἰς βάρος της. ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὁρίζει ὡς χριστιανικὸ κανόνα οἱ γυναῖκες νὰ καλύπτουν τὸ κεφάλι τους, ΚΑΙ σεμνὴ ἐνδυμασία γιὰ τὶς γυναῖκες, πρέπει νὰ τηρεῖται καὶ μάλιστα στὴν Ἑκκλησία.
Ἑπομένως, θεωρεῖται ὅτι τὸ κάλυμμα τῆς κεφαλῆς τῶν γυναικῶν εἶναι ἀναγκαῖο καὶ αὐτὸ εἶναι δεῖγμα σεμνότητος, οἱ γυναῖκες εἶναι ὑποχρεωμένες νὰ καλύπτουν τὸ κεφάλι τους ὅταν μπαίνουν στὴν ἐκκλησία,
οἱ Χριστιανὲς γυναῖκες πρέπει νὰ καλύπτουν τὸ κεφάλι τους στὴν Ἑκκλησία
Δηλαδὴ εἶναι θέμα σεμνῆς συμπεριφορᾶς. Γι' αὐτὸ τὸ θέμα γράφει καὶ στὴν πρὸς Τιμόθεον 1ην ἐπιστολὴν του (Κεφ.2,9) «Οἱ γυναῖκες νὰ προσεύχονται μὲ κόσμια ἀμφίεση. Νὰ στολίζουν τὸν ἑαυτό τους μὲ σεμνότητα καὶ σωφροσύνη καὶ ὄχι μὲ περίτεχνες κομμώσεις ἢ χρυσὰ κοσμήματα ἢ μαργαριτάρια ἢ πολυτελῆ ἐνδύματα». Ὁ ναὸς εἶναι χῶρος ἱερός. Μὲ τὴν ἀνάλογη σεμνὴ ἐνδυμασία νὰ προσερχόμαστε στὴν Ἑκκλησία.

Πηγή: http://661691.blogspot.gr/


Η κάρα του Αγ.Αλεξίου στην Αγία Λαύρα


Ο τάφος του Αγίου Αλεξίου
(Στον καθολικό ναό των Αγ.Βονιφατίου και Αλεξίου στην Ρώμη)



Εξομολόγηση


Η Εξομολόγηση είναι άκρως απαραίτητη για τη Σωτηρία της ψυχής του ανθρώπου (Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου)

"Χριστιανός που δεν έχει Βαπτισθεί και δεν έχει Εξομολογηθεί, δεν μπορεί να σωθεί" (Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός)

"Στην ζωή την οποία βρισκόμαστε, είμαστε ικανοί και να πράξουμε και να ενεργήσουμε, στην δε μέλλουσα και αιώνια ζωή, δεσμεύονται όλες οι πρακτικές δυνάμεις της ψυχής και δεν υπάρχει ευκαιρία να πράξουμε κάτι το αγαθό, για την άφεση των αμαρτιών" (Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός)

"Μετά τον θάνατο δεν υπάρχει πλέον καιρός μετανοίας, και στον άδη η ψυχή η οποία νεκρώθηκε εξαιτίας των αμαρτιών, δεν μπορεί πλέον να επανέλθει στην ζωήν την κατά Θεόν" (Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος)


Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου: Λόγος 24ος, "Περί αμαρτίας και εξομολογήσεως" (Παράγραφοι 51-59)

51. Όταν λοιπόν διαπράξεις αμαρτία, μην περιμένεις την εκ μέρους άλλου κατηγορία, αλλά πριν να κατηγορηθείς κατηγόρησε εσύ τον εαυτό σου για τις πράξεις σου. Διότι εάν άλλος σε ελέγξει, τότε το κατόρθωμα δεν είναι αποτέλεσμα της δικής σου εξομολογήσεως, αλλά η διόρθωση επέρχεται ως αποτέλεσμα της κατηγορίας εκείνου.
Εξομολόγηση δηλαδή δεν είναι το να κατηγορούμε τον εαυτό μας ύστερα από τον έλεγχο των άλλων, αλλά πρώτοι εμείς να κατηγορήσουμε τον εαυτό μας και να μην περιμένουμε τον έλεγχο εκ μέρους άλλων. Διότι ο Πέτρος, ύστερα από τη φοβερή εκείνη άρνηση (τότε που αρνήθηκε πως γνωρίζει τον Κύριο), επειδή αμέσως αναγνώρισε την αμαρτία του και χωρίς κανείς να τον κατηγορήσει, και το έγκλημά του ομολόγησε και πικρά έκλαψε, τόσο τέλεια καθαρίστηκε από την άρνησή του, ώστε έγινε πρώτος από όλους τους Αγίους Αποστόλους και σε αυτόν εμπιστεύθηκε ο Κύριος ολόκληρη την οικουμένη.

52. Εάν δηλαδή ο Ιερέας έλαβε εξουσία να συγχωρεί τις αμαρτίες, τις οποίες διαπράττουμε προς τον Θεό, πολύ περισσότερο θα μπορέσει να μας απαλλάξει και να εξαφανίσει τις αμαρτίες, τις οποίες κάνουμε προς τους ανθρώπους. Άρχων είναι και ο Ιερέας και μάλιστα άρχων περισσότερο σεβαστός και από τον βασιλιά. Διότι οι Ιεροί Κανόνες και αυτήν την κεφαλή του βασιλιά την υπέταξαν στα χέρια του Ιερέα. Και όταν παραστεί ανάγκη για να ζητηθεί η Βοήθεια του Θεού, ο βασιλιάς καταφεύγει προς τον Ιερέα και όχι ο Ιερέας προς τον βασιλιά.

53. Εάν ο Θεός δεν κατέβασε Αγγέλους από τον ουρανό για να τους κάνει διδασκάλους των ανθρώπων, το έκανε για να μη μας επιτιμούν (για να μη μας κάνουν παρατηρήσεις) συχνότερα και αυστηρότερα οι Άγγελοι, λόγω της υπεροχής της δικής τους φύσεως και λόγω των αδυναμιών τις οποίες έχουμε εμείς ως άνθρωποι. Αντί των Αγγέλων μας έδωσε ως διδασκάλους και Ιερείς ανθρώπους θνητούς, έχοντας τις ανθρώπινες αδυναμίες, ώστε ο κίνδυνος να υποπέσουν και αυτοί στα ίδια σφάλματα να συγκρατεί τη γλώσσα και τη δικιά τους, αλλά και εκείνων που τους ακούνε, και να μην ελέγχουν τους άλλους αυστηρότερα από όσο πρέπει.

54. Για ποιον λόγο τα είπα όλα αυτά; Για να μην λέτε ότι «εσύ επειδή δεν έχεις αμαρτίες, επειδή είσαι απαλλαγμένος από τον ψυχικό πόνο που αισθάνεται κανείς από την επιτίμηση του Ιερέα, με μεγαλύτερη τόλμη προξενείς σε εμάς (στην ψυχή μας) πληγή». Πρώτος όμως αισθάνομαι εγώ τον πόνο, διότι και εγώ ως άνθρωπος υπόκειμαι στα ίδια αμαρτήματα. «Όλοι είμαστε ένοχοι για τις πράξεις μας» (Σοφία Σειράχ, 8, 5) και «ποιος είναι εκείνος που μπορεί να καυχηθεί ότι έχει αγνή καρδιά;» (Παροιμίες Σολομώντος, 20, 9).

55. Ώστε δεν σας ελέγχω επειδή μου αρέσει να επικρίνω τα αμαρτήματα των άλλων, ούτε κινούμενος από απανθρωπιά, αλλά από το μεγάλο ενδιαφέρον μου για σας. Διότι όταν μεν πρόκειται για τους γιατρούς οι οποίοι θεραπεύουν τα σώματα, εκείνος μεν ο οποίος προξενεί την πληγή, τίποτα δεν αισθάνεται από αυτήν, και ο μόνος ο οποίος σπαράσσεται από τον πόνο είναι ο υφιστάμενος την εγχείρηση.
Όταν όμως πρόκειται για τους Πνευματικούς (Ιερείς Εξομολόγους), οι οποίοι έχουν ως αποστολή να θεραπεύουν τα ψυχικά τραύματα, δεν συμβαίνει το ίδιο, εκτός βεβαίως εάν κάνω λάθος, κρίνοντας από τον εαυτό μου το τι συμβαίνει στους άλλους Πνευματικούς. Πρώτος υποφέρει ψυχικά ο Πνευματικός, όταν επιτιμά τους άλλους για τα αμαρτήματά τους. Διότι δεν πονάμε τόσο πολύ όταν ελεγχόμαστε από τους άλλους, όσο υποφέρουμε όταν ελέγχουμε τους άλλους για τις αμαρτίες τους, για τις οποίες εμείς είμαστε υπεύθυνοι.

56. Θέλετε να μάθετε πόσο σπουδαίο κατόρθωμα είναι το να θυμάται κανείς τα αμαρτήματά του; Όταν πρόκειται να δαπανήσουμε χρήματα, αφού σηκωθούμε από το κρεβάτι, προτού να τα διαθέσουμε για κάποια αγορά ή να τα μεταχειριστούμε για κάποια δημόσια ή ιδιωτική συναλλαγή, αφού καλέσουμε τον διαχειριστή μας ζητάμε λογαριασμό για όσα δαπανήθηκαν προηγουμένως, για να δούμε τι δαπανήθηκε κακώς και τι ξοδεύθηκε καλώς, και επίσης πόσο υπόλοιπο έχει μείνει. Και αν δούμε ότι το περίσσευμα είναι μικρό, προσπαθούμε με κάθε τρόπο να βρούμε τρόπο κέρδους, μην τυχόν και χωρίς να το αντιληφθούμε πεθάνουμε από την πείνα.

57. Αυτό λοιπόν πρέπει να κάνουμε και για τις πράξεις μας, και αφού εξετάσουμε τη συνείδησή μας, ας συζητήσουμε μαζί της περί των λόγων μας (για το τι λόγια έχουμε πει), περί των πράξεών μας, περί των σκέψεών μας, ας εξετάσουμε τι δαπανήθηκε από όλα αυτά ορθώς (για το καλό) και τι ξοδεύτηκε προς βλάβη δική μας, ποιος λόγος μας σπαταλήθηκε για ονειδισμούς (για να χλευάσουμε τους άλλους), για αισχρολογίες, για ύβρεις, ποια σκέψη κίνησε τον οφθαλμό μας σε ακολασία, ποιος λόγος μας έγινε πράξη από τα χέρια μας, από τη γλώσσα μας ή και από το βλέμμα μας ακόμα προς δική μας ζημιά (δηλαδή ποια άσχημα λόγια που είπαμε μας οδήγησαν σε άσχημες πράξεις).
Και ας φροντίσουμε να σταματήσουμε κάθε άσκοπη δαπάνη, αντί δηλαδή εκείνων που δαπανήσαμε για το κακό (π.χ. αντί των κακών λόγων μας, των κακών πράξεών μας, κλπ.), για να αποκομίσουμε κάποιο άλλο (καλό) κέρδος, τώρα να δαπανήσουμε όλα όσα πρέπει για το καλό, να προσφέρουμε ευχές αντί να λέμε τα άσχημα και περιττά και άσκοπα λόγια που λέγαμε, να κάνουμε ελεημοσύνες και νηστείες αντί να κινούμε σε ακολασία τα βλέμματά μας.

58. Διότι εάν πρόκειται να ξοδεύουμε ασκόπως (να αμαρτάνουμε δηλαδή), εάν πρόκειται να μην αποταμιεύουμε ούτε να αποθησαυρίζουμε κανένα αγαθό έργο προς ωφέλειά μας, τότε αφού περιέλθουμε στην μεγαλύτερη πείνα (στην ψυχική πείνα), χωρίς να το καταλάβουμε, θα στείλουμε οι ίδιοι την ψυχή μας στην αιώνια κόλαση.

Και είναι ασύγκριτα καλύτερο να ανταλλάξουμε την πρόσκαιρη κατάνυξη και τον οδυρμό (τις θλίψεις δηλαδή που θα μας βρουν στη ζωή αυτή, κάνοντας το Θέλημα του Θεού), με τα αιώνια αγαθά και την ατελείωτη Θεία ηδονή, παρά να περάσουμε γελώντες (καλοπερνώντας και αδιαφορώντας για τη Σωτηρία μας) την πρόσκαιρη αυτή ζωή και να απέλθουμε εκεί, όπου θα κολασθούμε αιώνια!

59. Εάν ο Παύλος, ο τόσο μεγάλος και τόσο σπουδαίος, ο οποίος διέτρεξε την οικουμένη ολόκληρη σα να είχε φτερά, ο οποίος αποδείχθηκε ανώτερος των αναγκών του σώματος, ο οποίος αξιώθηκε να ακούσει τα άρρητα (ανεκδιήγητα) εκείνα λόγια (όταν ενώ ακόμα βρισκόταν στη ζωή αυτή, ο Κύριος τον μετέφερε στον Παράδεισο για να θαυμάσει τα Μεγαλεία Του), λόγια τα οποία μέχρι σήμερα κανείς άλλος δεν άκουσε, εάν λοιπόν αυτός όταν έγραφε έλεγε «ταλαιπωρώ το σώμα μου και το μεταχειρίζομαι ως δούλο, μήπως εγώ ο οποίος κήρυξα σε άλλους και έλαβα τα βραβεία, αποδειχθώ ανάξιος βραβείου» (Α' προς Κορινθίους Επιστολή, 9, 27), τι μπορούμε να πούμε εμείς, οι οποίοι σηκώνουμε το βάρος τόσων αμαρτημάτων και εκτός αυτού επιδεικνύουμε τόση αδιαφορία για την απαλλαγή μας από αυτά; Μήπως ο πόλεμος αυτός έχει ποτέ διακοπή;
Πάντοτε πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και ξύπνιοι και ουδέποτε να μένουμε ήσυχοι, διότι δεν είναι ορισμένος (δεν μας είναι γνωστός) ο χρόνος της εναντίον μας επιθέσεως, από τον εχθρό μας τον διάβολο.


Κάνε προσεκτικά τον Σταυρό σου.


Κάνε προσεκτικά τον Σταυρό σου. Είνα μια προσευχή κι αυτό, αλλά... χωρίς λόγια!
Σε μια στιγμή ήρεμα και χωρίς την παρεμβολή περιττών λόγων, εκφράζεις έτσι τον
πόθο σου ως πιστός, να γίνεις μέτοχος της ζωής του Χριστού, να σταυρώσεις τα πάθη
σου και να δεχτείς ολόψυχα και χωρίς παράπονο ό,τι η Παναγία Τριάδα σου στέλνει.
Εκτός όμως από αυτό, ο Σταυρός είναι ένα όπλο εναντίων των πονηρών πνευμάτων.
Κάνε, λοιπόν, συχνά και με συναίσθηση, χρήση του όπλου αυτού!


Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας
Γρηγορίου Παλαμά
Έργα Τόμος 11
Εκδόσεις Πατερικαί ''Γρηγόριος ο Παλαμάς''

Παιδικὴ Βραδυνὴ Προσευχή


Παιδικὴ Βραδυνὴ Προσευχή


Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν.

Δόξα σοι ὁ Θεὸς ἡμῶν, δόξα σοι.

Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου· ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου· γενηθήτω τὸ θέλημά σου ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς. Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον. Καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ. Ὅτι Σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.

Χριστέ μου σὲ εὐχαριστοῦμε, ποὺ μᾶς φύλαξες ὅλην τὴν ἡμέρα καὶ φθάσαμε σ᾿ αὐτὴ τὴν βραδυνὴ ὥρα. Φύλαξέ μας νὰ περάσουμε τὴν νύκτα μας καλά.

Ἀξίωσέ μας νὰ ξυπνήσωμε τὸ πρωὶ μὲ ὑγεία καὶ χαρούμενα νὰ σὲ εὐχαριστήσωμε καὶ μὲ ὅλη τὴν καρδία νὰ δοξάσουμε τὸ Πανάγιο Ὄνομά Σου.

Φύλαγε, Σὲ παρακαλῶ, τοὺς γονεῖς μου, τὰ ἀδέλφια μου, τοὺς ἱερεῖς μας, τοὺς διδασκάλους, τοὺς κυβερνῆτες καὶ ὅλον τὸν κόσμο καὶ χάρισε σὲ ὅλους τὴν Βασιλεία σου τὴν ἐπουράνιο.

Δι᾿ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.

18 Μαρτίου Συναξαριστής


18 Μαρτίου Συναξαριστής, Κυρίλλου Πατριάρχου, τῶν Ἁγίων μυρίων Μαρτύρων, τῶν Ἁγίων Εὐκαρπίωνος, Τροφίμου καὶ τῶν σὺν αὐτῶν Μαρτυρησάντων, Ἀνανίου Θαυματουργοῦ, Ἐδουάρδου βασιλέως, Κυρίλλου Ὁσίου.

Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων


Ὁ Ἅγιος Κύριλλος καταγόταν ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη καὶ γεννήθηκε πιθανῶς τὸ ἔτος 313 μ.Χ. στὰ Ἱεροσόλυμα. Χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου Ἱεροσολύμων Μαξίμου τοῦ Γ’ (333-348 μ.Χ.), τὸν ὁποῖο καὶ διαδέχθηκε στὴν ἐπισκοπικὴ ἕδρα κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ ἔτους 348 μ.Χ., εἴτε διότι ὁ Μάξιμος ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς Ἀρειανούς, εἴτε διότι πέθανε.
Ὁ Ἅγιος ἀρχικὰ ἀδιαφοροῦσε γιὰ τὶς δογματικὲς «λεπτολογίες» καὶ ἀπέφευγε ἐπιμελῶς τὸν ὄρο «ὁμοούσιος». Γι’ αὐτὸ ὁ Ἀρειανὸς Μητροπολίτης Κασαρείας Ἀκάκιος ἐνέκρινε τὴν ἐκλογή του καὶ τὸν χειροτόνησε Ἐπίσκοπο. Ἀλλὰ συνέβη καὶ ἐδῶ, ὅτι ἀργότερα καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Ἁγίου Μελετίου, Πατριάρχου Ἀντιοχείας (τιμᾶται 12 Φεβρουαρίου). Ὁ Ἅγιος δὲν ἔμεινε ἐκτὸς τοῦ κλίματος τῆς ἐποχῆς, ὡς πρὸς τοὺς δογματικοὺς ἀγῶνες καὶ ἀπὸ τοὺς πρώτους μῆνες τῆς ἀρχιερατείας του ἀποδείχθηκε μὲ τὶς περίφημες Κατηχήσεις του, ὑπερασπιστὴς τῶν Ἀποφάσεων καὶ τῶν Ὅρων τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Τοὺς ἀγῶνες τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου ἐξῇρε καὶ ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος τοῦ ἔτους 382 μ.Χ.: «Τῆς δὲ γὲ μητρὸς ἁπασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν, τῆς ἐν Ἱεροσολύμοις, τὸν αἰδεσιμώτατον Κύριλλον ἐπίσκοπον εἶναι γνωρίζομεν. Κανονικῶς τὲ παρὰ τῶν τῆς ἐπαρχίας χειροτονηθέντα πάλαι καὶ πλεῖστα πρὸς τοὺς Ἀρειανοὺς ἐν διαφόροις τόποις ἀθλήσαντα».
Ἡ δογματικὴ τοποθέτηση τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου ὑπῆρξε ἡ πρώτη αἰτία ρήξεως μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Ἀκάκιο Καισαρείας, ὁ ὁποῖος στὴ συνέχεια ζητοῦσε διάφορες ἀφορμὲς γιὰ νὰ καταστρέψει τὸν Ἅγιο.
Δεύτερη αἰτία ἦταν ἡ διαφορὰ σχετικὰ μὲ τὴν δικαιοδοσία τῶν δυὸ ἑδρῶν. Ὡς γνωστό, λόγω καταστροφῆς τῆς πόλεως τῶν Ἱεροσολύμων ἡ ἐκεῖ Χριστιανικὴ κοινότητα διασκορπίστηκε, μετὰ δὲ τὴν ἐπανοικοδόμηση αὐτῆς οἱ Χριστιανοὶ ἦταν λίγοι, γι’ αὐτὸ σὲ Μητρόπολη ἀναδείχθηκε ἡ πρωτεύουσα τῆς Παλαιστίνης, Καισάρεια.
Μετὰ ἀπὸ λίγο, ὅταν οἱ Χριστιανοὶ τῶν Ἱεροσολύμων αὐξήθηκαν, ἡ Ἐπισκοπὴ Ἱεροσολύμων ζήτησε ἀποκατάσταση τῆς παλαιᾶς αὐτῆς θέσεως. Τὸ 325 μ.Χ. ἡ Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, διὰ τοῦ 7ου Κανόνος αὐτῆς, ὅριζε νὰ τιμᾶται ἰδιαίτερα κατὰ τὰ ἀρχαία ἔθιμα ὁ Ἐπίσκοπος Αἰλίας, δηλαδὴ Ἱεροσολύμων, ἡ δὲ Μητρόπολη Καισαρείας νὰ διατηρεῖ τὸ οἰκεῖο ἀξίωμα.
Ἡ ἀσάφεια τῆς διατυπώσεως τοῦ Κανόνος προκάλεσε διένεξη μεταξὺ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου καὶ τοῦ Ἀκακίου.
Ὁ τελευταῖος ἦταν σὲ πλεονεκτικὴ θέση λόγω τῆς ὑποστηρίξεως αὐτοῦ ἀπὸ τὸν Ἀρειανὸ αὐτοκράτορα Κωνστάντιο (337-361 μ.Χ.) καὶ ἀφοῦ βρῆκε πρόφαση κατὰ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, ὅτι σὲ καιρὸ λιμοῦ πούλησε ἱερὰ κειμήλια καὶ ἀναθήματα γιὰ νὰ προσφέρει τροφὴ σὲ ἄπορους, καθαίρεσε τὸν Ἅγιο διὰ Συνόδου, ἡ ὁποία συνῆλθε στὰ Ἱεροσόλυμα, τὸ ἔτος 357 μ.Χ. καὶ τὸν ἀπομάκρυνε ἀπὸ ἐκεῖ.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἐξορίσθηκε στὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας καὶ ἔγινε δεκτὸς ὑπὸ τοῦ ἐκεῖ Ἐπισκόπου Σιλβανοῦ, ὁ ὁποῖος ἀπέρριψε τὴν ἀξίωση τοῦ Ἀκακίου νὰ διακόψει τὴν ἐπικοινωνία του μὲ τὸν Ἅγιο. Ὡστόσο ὁ Ἅγιος Κύριλλος ζητοῦσε νὰ διερευνηθεῖ ἡ ὑπόθεσή του ἀπὸ μεγαλύτερη Σύνοδο. Πράγματι, ἡ Σύνοδος ἡ ὁποία συνῆλθε τὸ ἔτος 359 μ.Χ. στὰ Ἱεροσόλυμα, τὸν ἀποκατέστησε καὶ τὸν ἀθῴωσε, ἀλλὰ ὁ Ἀκάκιος, ἀφοῦ κατέφυγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ματαίωσε τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῶν Ἱεροσολύμων δι’ ἄλλης Συνόδου, ἡ ὁποία συνῆλθε τὸ ἔτος 360 μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἐπικύρωσε τὴν καθαίρεση καὶ ἐξορία τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἐπέστρεψε στὴν ἕδρα του, ὅπως καὶ οἱ λοιποὶ ἐξόριστοι Ἐπίσκοποι, τὸ ἔτος 361 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου, ὁ ὁποῖος θέλοντας νὰ ἔχει κοντά του ὅλους τοὺς ἐχθροὺς τοῦ αὐτοκράτορα Κωνστάντιου, ἀνακάλεσε τοὺς ἐξόριστους Ἀρχιερεῖς.
Ὁ Ἅγιος αἰσθανόταν τὴν ἀνάγκη νὰ ἐπιδοθεῖ στὴ διαποίμανση τοῦ ποιμνίου του. Ἀλλὰ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου, στὶς 26 Ἰουλίου 363 μ.Χ., ἐξορίσθηκε καὶ πάλι ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Οὐάλη (364-378 μ.Χ.) γιὰ ἕνδεκα χρόνια καὶ ἐπανῆλθε στὰ Ἱεροσόλυμα μετὰ τὸν θάνατο τοῦ αὐτοκράτορα, τὸ ἔτος 378 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 387 μ.Χ.
Τὸ κύριο ἔργο του εἶναι οἱ Κατηχήσεις, οἱ ὁποῖες ἐκφωνήθηκαν κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καὶ τῆς Διακαινησίμου ἑβδομάδας τοῦ ἔτους 348 μ.Χ. στὴ βασιλικὴ τῆς Ἀναστάσεως. Σκοπὸς τῶν Κατηχήσεων ἦταν ἀφ’ ἐνὸς μὲν ἡ εἰσαγωγὴ τῶν Κατηχουμένων στὶς θεμελιώδεις διδασκαλίες τῆς πίστεως καὶ τοῦ ἠθικοῦ βίου τῶν Χριστιανῶν, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἡ φανέρωση τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας στοὺς Νεοβαπτισθέντες.
Ἡ ἀξία τῶν Κατηχήσεων τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου εἶναι ἀνυπολόγιστη. Κανένα ἔργο πρὸ αὐτοῦ δὲν ἐμφανίζει μὲ τόση παραστατικότητα σχεδὸν ὅλο τὸ τελετουργικὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καθὼς καὶ τὸ μυστηριακὸ καὶ ἁγιαστικὸ σύστημα μὲ τόση καταπληκτικὴ ὁμοιότητα πρὸς τὰ μέχρι σήμερα τελούμενα στὸ ναό, ὥστε δικαιολογημένα νὰ θεωροῦμε ὅτι οἱ Κατηχήσεις τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου ἀποτελοῦν ἔκτυπη ἀναπαράσταση καὶ στὴν πράξη διατήρηση αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς Ἀποστολικῆς Τελετουργικῆς Παραδόσεως.


Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ'. Τὴν ὡραιότητα.
Στολὴν τὴν ἔνθεον, ἀμφιεσάμενος, στῦλος ὁλόφωτος, ὤφθης τῆς πίστεως, τῶν Ἀποστόλων ἐν Σιῶν τὴν χάριν κεκληρωμένος, ὅθεν ἐνδιέπρεψας, εὐσέβειας τοὶς δόγμασι, καὶ πιστῶς ἐσκόρπισας, τῆς σοφίας τὸ τάλαντον. Καὶ νῦν ὑπὲρ ἠμῶν ἐκδυσώπει, Κύριλλε Πάτερ Ἱεράρχα.

Ἕτερο Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Κανόνα πίστεως καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον ἀνέδειξε σὲ τὴ ποίμνη σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια, Διὰ τοῦτο ἐκτήσω τὴ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τὴ πτωχεία τὰ πλούσια, Πάτερ Ἱεράρχα Κύριλλε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.



Οἱ Ἅγιοι μύριοι Μάρτυρες

Εἶναι ἄγνωστο ποὺ καὶ πότε μαρτύρησαν οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες. Ἴσως τελειώθηκαν διὰ ξίφους στὴ Νικομήδεια.



Οἱ Ἅγιοι Εὐκαρπίων καὶ Τρόφιμος οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτῶν Μαρτυρήσαντες


Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Τρόφιμος καὶ Εὐκαρπίων ἦταν στρατιῶτες καὶ ἔζησαν πιθανῶς κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ (286-305 μ.Χ.). Στὴν ἀρχὴ κατεδίωκαν καὶ συλλάμβαναν τοὺς Χριστιανούς, τοὺς βασάνιζαν καὶ τοὺς ἀνέκριναν. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ θεία ὀπτασία ποὺ εἶδαν ὅταν πήγαιναν γιὰ νὰ προβοῦν σὲ κάποια σύλληψη Χριστιανῶν, μετανόησαν, ἀποκήρυξαν τὸ ἀνίερο ἔργο τους, πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ ἀφοῦ μετέβησαν στὶς φυλακές, ἀπελευθέρωσαν ὅλους τοὺς Χριστιανούς, τοὺς ὁποίους φιλοῦσαν ὡς ἀδελφούς.
Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ ὁ ἄρχοντας τῆς Νικομήδειας, διέταξε νὰ τοὺς κρεμάσουν καὶ νὰ ξύνουν τὶς πληγές τους μὲ τρίχινα ὑφάσματα. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τοὺς ἔριξαν σὲ ἀναμμένη κάμινο καὶ ἔτσι ἔλαβαν τοὺς στέφανους τοῦ μαρτυρίου τὸ ἔτος 300 μ.Χ.



Ὁ Ὅσιος Ἀνανίας ὁ Θαυματουργὸς (ἑορτὴ Ἀνανίας)

Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἀνανίου εἶναι ἄγνωστη στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα καὶ ἀναφέρεται στὸ Λαυρεωτικὸ Κώδικα.
Ὁ Ὅσιος ἀφιερώθηκε στὸν Θεὸ ἀπὸ μικρὴ ἡλικία καὶ βάδισε τὴν ὁδὸ τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς ἀρετῆς μὲ νηστεῖες, ἀγρυπνίες, προσευχές, δάκρυα καὶ κακουχίες. Ὁ Ἅγιος Θεὸς τὸν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας. Ἔτσι διὰ προσευχῆς, δράκοντα ἀνέδειξε νεκρὸ καὶ νεκρὸ ἄνθρωπο ἀνέστησε, δαίμονες ἀπεδίωξε καὶ πολλοὺς ἀσθενεῖς καὶ πάσχοντες θεράπευσε μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ Ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Ὅσιος Ἀνανίας, ἀφοῦ προεῖδε τὸ τέλος του, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Κύριο, τὸν Ὁποῖο ἀπὸ βρέφος εἶχε ποθήσει.



Ὁ Ἅγιος Ἐδουάρδος βασιλέας τῆς Ἀγγλίας

Ὁ Ἅγιος Ἐδουάρδος ἦταν υἱὸς τοῦ βασιλέως τῆς Ἀγγλίας Ἔντγκαρ. Ὁ Ἅγιος, παρὰ τὸ γεγονὸς τοῦ μεγάλου ἀξιώματός του, διακρινόταν γιὰ τὴν ἁγνότητα καὶ εὐσέβειά του. Δολοφονήθηκε, μετὰ τριετία ἀπὸ τῆς ἀνόδου του στὸν θρόνο, ἀπὸ τὴν μητριὰ τοῦ Ἐλφρίδα καὶ ἐνταφιάσθηκε σὲ τόπο ἄγνωστο καὶ σὲ μεγάλο βάθος. Τὸ λείψανό του βρέθηκε ἀκέραιο, ὅταν ἐπάνω ἀπὸ τὸ σημεῖο τοῦ τάφου του ἔλαμπε οὐράνιο φῶς. Σήμερα τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Ἐδουάρδου φυλάσσουν Ὀρθόδοξοι Ρώσοι μοναχοὶ τῆς Διασπορᾶς σὲ μονὴ κοντὰ στὸ Λονδίνο.
Ὁ Ἅγιος Ἐδουάρδος μαρτύρησε τὸ ἔτος 978 μ.Χ.



Ὁ Ὅσιος Κύριλλος τοῦ Ἀστραχὰν

Ὁ Ὅσιος Κύριλλος ἔζησε κατὰ τὸν 16ο αἰῶνα μ.Χ. στὴ Ρωσία. Ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ Ἁγίας Τριάδος Ἀστραχάν. Κατὰ τὸ 1568, ὅταν ἔγινε ἡγούμενος, ἀνακαίνισε τὴ μονὴ καὶ ἔκτισε τοὺς ναοὺς τῆς Ἁγίας Τριάδος, τῶν Εἰσοδείων τῆς Θεοτόκου καὶ τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Ὁ Ὅσιος ἀπολάμβανε τῆς τιμῆς καὶ τοῦ σεβασμοῦ ὄχι μόνο τῶν Χριστιανῶν ἀλλὰ καὶ τῶν Μουσουλμάνων τῆς περιοχῆς.
Ὁ Ὅσιος Κύριλλος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1576. Ἡ εἰκόνα τοῦ Ὁσίου εἰκονογραφήθηκε τὸ ἔτος 1676 σύμφωνα μὲ τὴν μαρτυρία τοῦ Αἰμιλιανοῦ Παφέντιεφ, τὸν ὁποῖο ὁ Ὅσιος εἶχε σώσει ἀπὸ πνιγμὸ στὸν ποταμὸ Βόλγα.