Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

ΕΧΕΙΣ ΔΕΙ ΤΑ ΚΑΤΣΙΚΑΚΙΑ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ... Διδακτική ιστορία


ΕΧΕΙΣ ΔΕΙ ΤΑ ΚΑΤΣΙΚΑΚΙΑ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ... Διδακτική ιστορία

Eμπειρίες από τον γέροντα Πορφύριο
Αντί άλλης Πασχάλιας ευχής, θα σας μεταφέρω τα χαρμόσυνα αναστάσιμα βιώματα του μακαριστού γέροντα Πορφυρίου, όπως τα έζησα μια Τρίτη Διακαινησίμου στο κελλάκι του.
Πήγα να τον δω σαν γιατρός. Μετά την καρδιολογική εξέταση και το συνηθισμένο καρδιογράφημα με παρεκάλεσε να μη φύγω.
Κάθισα στο σκαμνάκι κοντά στο κρεβάτι του. Έλαμπε από χαρά το πρόσωπό του. Με ρώτησε:

- Ξέρεις το τροπάριο που λέει: «Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν…»;
- Ναι γέροντα, το ξέρω.
- Πες το.
Άρχισα γρήγορα-γρήγορα. «Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, άδου τήν καθαίρεσιν, άλλης βιοτής, της αιωνίου, απαρχήν. Καί σκιρτώντες υμνούμεν τόν αίτιον, τόν μόνον ευλογητόν των πατέρων καί υπερένδοξον».
- Το κατάλαβες;
- Ασφαλώς το κατάλαβα. Νόμισα πως με ρωτάει για τη ερμηνεία του.
Έκανε μια απότομη κίνηση του χεριού του και μου είπε:
- Τίποτε δεν κατάλαβες, βρε Γιωργάκη! Εσύ το είπες σαν βιαστικός ψάλτης… Άκου τι φοβερά πράγματα λέει αυτό το τροπάριο: Ο Χριστός με την Ανάστασή Του δεν μας πέρασε απέναντι από ένα ποτάμι, από ένα ρήγμα γης, από μια διώρυγα, από μια λίμνη ή από την Ερυθρά θάλασσα. Μας πέρασε απέναντι από ένα χάος, από μια άβυσσο, που ήταν αδύνατο να την περάσει ο άνθρωπος μόνος. Αιώνες περίμενε αυτό το πέρασμα, αυτό το Πάσχα. Ο Χριστός μας πέρασε από το θάνατο στη ζωή. Γι’ αυτό σήμερα «Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, άδου τήν καθαίρεσιν». Χάθηκε ο θάνατος. Το κατάλαβες; Σήμερα γιορτάζουμε την «απαρχή» της «άλλης βιωτής, της αιωνίου» ζωής κοντά Του.
Μίλαγε με ενθουσιασμό και βεβαιότητα. Συγκινήθηκε. Σιώπησε για λίγο και συνέχισε πιο δυνατά:
- Τώρα δεν υπάρχει χάος, θάνατος, νέκρωση, Άδης. Τώρα όλα χαρά, χάρις στην Ανάσταση του Χριστού μας. Αναστήθηκε μαζί Του η ανθρώπινη φύση. Τώρα μπορούμε κι εμείς να αναστηθούμε, να ζήσουμε αιώνια κοντά Του…Τί ευτυχία η ανάσταση! «Καί σκιρτώντες υμνούμεν τόν αίτιον». Έχεις δει τα κατσικάκια τώρα την άνοιξη να χοροπηδούν πάνω στο γρασίδι. Να τρώνε λίγο από τη μάνα τους και να χοροπηδούν ξανά; Αυτό είναι το σκίρτημα, το χοροπήδημα. Έτσι έπρεπε κι εμείς να χοροπηδούμε από χαρά ανείπωτη για την Ανάσταση του Κυρίου μας και τη δική μας.
Διέκοψε πάλι το λόγο του. Ανέπνεα μια ευφρόσυνη ατμόσφαιρα.
- Μπορώ να σου δώσω μια συμβουλή; συνέχισε. Σε κάθε θλίψη σου, σε κάθε αποτυχία σου να συγκεντρώνεσαι μισό λεπτό στον εαυτό σου και να λες αργά-αργά αυτό το τροπάριο. Θα βλέπεις ότι το μεγαλύτερο πράγμα στη ζωή σου- και στη ζωή του κόσμου όλου- έγινε. Η Ανάσταση του Χριστού, η σωτηρία μας. Και θα συνειδητοποιείς ότι η αναποδιά που σου συμβαίνει είναι πολύ μικρή για να χαλάσει τη διάθεσή σου.
Μου έσφιξε το χέρι λέγοντας:
- Σου εύχομαι να σκιρτάς από χαρά, κοιτάζοντας πίσω σου το χάος από το οποίο σε πέρασε ο Αναστάς Κύριος, «ο μόνος ευλογητός των πατέρων» …Ψάλλε τώρα και το «Χριστός Ανέστη».

Υστερόγραφο δικό μου «Αληθώς Ανέστη» + ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ Καθηγητής Καρδιολογίας


Πηγή: panagiaalexiotissa.blogspot.com


Εὐχή γιά τήν ἀπαλλαγή ἀπό τήν Κατάθλιψη καί τά ποικίλα ψυχολογικά νοσήματα.


Εὐχή γιά τήν ἀπαλλαγή ἀπό τήν Κατάθλιψη καί τά ποικίλα ψυχολογικά νοσήματα.

Δέσποτα Πολυέλεε Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με καί καθάρισόν με ἀπό πάσης μελαγχολίας καί ταραχῆς καί δειλίας. Ἀπάλλαξόν με ἀπό τοῦ ψυχικοῦ πνιγμοῦ καί τῆς δαιμονιώδους θλίψεως, ἥν αἰσθάνομαι ἐν τῷ σώματι καί ἐν τῇ ψυχῇ μου. Σύ εἶ ἡ Χαρά ἡμῶν καί ἡ Ἐλπίς πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς καί τῶν ἐν θαλάσσῃ μακράν. Ἵλεως γενοῦ μοι Δέσποτα ἐπί ταῖς ἁμαρτίαις μου. Ἇρον ἀπ’ ἐμοῦ τόν κλειόν τόν βαρύν τόν τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἀπογνώσεως. Ἀπέλασον πάσαν μελαγχολίαν καί ἀκηδίαν μακράν ἀπ’ ἐμοῦ. Στερέωσόν με ἐν τῇ ἀγάπη τῇ Σῇ καί τῇ ἀκαταισχύντῳ ἐλπίδι καί τῇ ἀκραδάντῷ πίστει τῇ εἰς Σέ, διά πρεσβειῶν τῆς Παναχράντου Σου Μητρός καί πάντων Σου τῶν Ἁγίων, Ἀμήν.


Η ανταμοιβή είναι ανάλογη με τον κόπο




Η ανταμοιβή είναι ανάλογη με τον κόπο
(Από τον Ευεργετινό)

Λένε για τον Αββά Ησαΐα, πως πήγε κάποτε σε κάποιο κτηματία, που αλώνιζε τα σπαρτά του, και κρατώντας ένα ζεμπίλι του είπε. – Δος μου, νάχεις την ευχή μου, λίγο σιτάρι. Κι’ αυτός τον κοίταξε καλά-καλά και του απάντησε. -Γιατί να σου δώσω Γέροντα; μήπως ήλθες κι’ εσύ να με βοηθήσεις στο θέρο; – Όχι, του απάντησε εκείνος. -Τότε πως ζητάς να σου δώσω σιτάρι; του λέει ο κτηματίας. – Όποιος λοιπόν δεν θερίζει, δεν έχει δικαίωμα σε τίποτα; του απάντησε ο Γέροντας. -Ναι, Γέροντά μου, σε τίποτε απολύτως, του είπε ο κτηματίας.

Ύστερα από αύτη τη συζήτηση έφυγε ο Αββάς. Οι αδελφοί λοιπόν που τον είδαν να πηγαίνει προς τ’ αλώνι, τρέξανε κοντά του κι’ αφού του έβαλαν μετάνοια τον ρώτησαν· -Γιατί το έκανες αυτό, Γέροντα; Και τους αποκρίθηκε εκείνος· -Το έκανα, για να το έχουμε όλοι μας σαν παράδειγμα, πως οποίος δεν κοπιάσει, δεν μπορεί να περιμένει από το Θεό καμιά ανταμοιβή.

Ένας άλλος Γέροντας ησύχαζε μέσα στην έρημο· κι’ ως δώδεκα μίλια μακρυά από τη νερομάνα που υδρεύονταν. Κάποτε λοιπόν που πήγαινε να γεμίσει τ’ ασκιά του παρακουράσθηκε και είπε με το νου του: Γιατί να κάνω άσκοπα τόσο κόπο και δεν έρχομαι να μείνω κάπου έδώ κοντά στο νερό;

Την ώρα λοιπόν που έκανε τον λογισμό αυτό, αισθάνθηκε πως κάποιος τον ακολουθούσε. Και γυρίζοντας, είδε πραγματικά έναν, που ερχόταν από πίσω του και που μετρούσε τα βήματα του· και τον ρώτησε ο Γέροντας· ποιός είσαι του λόγου σου και τί κάνεις εδώ; – Άγγελος του Κυρίου είμαι, και μ’ έστειλε, για να μετρώ τα βήματά σου και να δώσω ανάλογα και την ανταμοιβή σου. Και λέγοντας αυτά χάθηκε από εμπρός του.

Ο Γέροντας λοιπόν από τη στιγμή εκείνη, αναπτερώθηκε, και πήρε κουράγιο, κι’ αποφάσισε να δείξει μεγαλύτερη προθυμία στο κόπο. Πήγε λοιπόν παραμέσα ακόμη στην έρημο, και πέντε μίλια ακόμη μακρύτερα από τη νερομάνα.

Μα και για τον Αββά Χαιρήμονα, που έμενε σε Σκήτη, λένε πως η σπηλιά, που χρησιμοποιούσε, ήταν σαράντα ολόκληρα μίλια μακρυά από την Εκκλησία, και δώδεκα μίλια από το νερό και από το έλος, που έκοβε τα βούρλα για τα πλεκτά του.

Κι’ όμως ο Γέροντας καθόλου δεν υπολόγισε, ούτε τον κόπο που έκανε, για να κουβαλά το νερό και τα βούρλα. Ούτε και φοβήθηκε την απόσταση από την Εκκλησιά, παρά πήγαινε τακτικότατα, κάθε Κυριακή, στην Ιερά Σύναξη…

Ὁ Θεός δέν νοιάζεται γιά τόν τόπο. Ζητάει μόνο θερμότητα καρδιᾶς καί ἁγνότητα ψυχῆς.(Ἁγ.Ἰ.Χρυσοστόμου)




Ὁ Θεός δέν νοιάζεται γιά τόν τόπο. Ζητάει μόνο θερμότητα καρδιᾶς καί ἁγνότητα ψυχῆς.(Ἁγ.Ἰ.Χρυσοστόμου)


Πολλοί μπαίνουν στην εκκλησία, λένε διάφορες προσευχές και βγαίνουν. Βγαίνουν, χωρίς να γνωρίζουν τι είπαν. Τα χείλη τους κινούνται, αλλά τ’ αυτιά τους δεν ακούνε.Εσύ ο ίδιος δεν ακούς την προσευχή σου, και θέλεις να την ακούσει ο Θεός;“Γονάτισα”, λες. Γονάτισες, αλλά, ενώ το σώμα σου ήταν μέσα, ο νους σου πετούσε έξω. Με το στόμα έλεγες την προσευχή και με τη σκέψη λογάριαζες τόκους, έκανες συμβόλαια, πουλούσες εμπορεύματα, αγόραζες κτήματα, συναντούσες τους φίλους σου. Γιατί ο διάβολος, που είναι πονηρός και γνωρίζει ότι στον καιρό της προσευχής μεγάλα πράγματα κατορθώνουμε, τότε ακριβώς έρχεται και σπέρνει λογισμούς μέσα μας. Να, πολλές φορές είμαστε ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, και τίποτα δεν συλλογιζόμαστε• πάμε στην εκκλησία για να προσευχηθούμε, και τότε χίλιες σκέψεις περνούν από το νου μας.
Έτσι χάνουμε τους καρπούς της προσευχής, φεύγοντας από το ναό με άδεια χέρια. Το ίδιο, βέβαια, γίνεται και όταν προσευχόμαστε στο σπίτι μας ή οπουδήποτε αλλού.
Κάθε φορά, λοιπόν, που, καθώς προσευχόμαστε, συνειδητοποιούμε ότι ο νους μας έχει φύγει από το Θεό κι έχει στραφεί σε βιοτικά πράγματα, ας τον φέρνουμε πίσω, αναγκάζοντάς τον να μένει σταθερά και προσεκτικά προσκολλημένος στα νοήματα της προσευχής. Ας επαναλαμβάνουμε, μάλιστα, την προσευχή από την αρχή.
Κι αν παθαίνουμε πάλι και πάλι το ίδιο, ας την επαναλαμβάνουμε και για τρίτη και για τέταρτη φορά. Ας μη σταματάμε, πριν πούμε ολόκληρη την προσευχή, από την αρχή ως το τέλος, με άγρυπνη διάνοια και αδιατάρακτο λογισμό. Και όταν ο διάβολος αντιληφθεί ότι δεν καταθέτουμε τα όπλα, θα σταματήσει πια κι αυτός να μας πολεμάει.
Όταν παρουσιαζόμαστε για οποιοδήποτε ζήτημά μας σ’ έναν επίγειο άρχοντα, είμαστε τόσο προσεκτικοί και αυτοσυγκεντρωμένοι, ώστε δεν βλέπουμε ούτε εκείνους που βρίσκονται δίπλα μας. Μέσα στο νου μας δεν υπάρχουν παρά ο άνθρωπος, μπροστά στον οποίο βρισκόμαστε, και το θέμα, για το οποίο θέλουμε να του μιλήσουμε. Το ίδιο, πολύ περισσότερο, δεν πρέπει να κάνουμε, όταν βρισκόμαστε μπροστά στον ύψιστο Θεό, εμμένοντας σταθερά στην προσευχή μας και μην περιφέροντας το νου εδώ κι εκεί; Αν η γλώσσα μας προφέρει προσευχητικά λόγια και η διάνοιά μας ονειροπολεί, τίποτα δεν έχουμε να ωφεληθούμε. Απεναντίας, θα κατακριθούμε, επειδή ακριβώς με μεγαλύτερη υπομονή και εντατικότερη προσοχή μιλάμε σε ανθρώπους παρά στον Κύριό μας. Στο κάτω-κάτω, κι αν ακόμα δεν πάρουμε τίποτε απ’ Αυτόν, το να βρισκόμαστε σε διαρκή επικοινωνία μαζί Του μικρό καλό είναι; Αν ωφελούμαστε πολύ, όταν συζητάμε μ’ έναν ενάρετο άνθρωπο, πόσο θα ωφεληθούμε, αλήθεια, συνομιλώντας με τον Πλάστη, τον Ευεργέτη, το Σωτήρα μας, έστω κι αν δεν μας δίνει ό,τι Του ζητάμε;
Γιατί, όμως, δεν μας δίνει; Θα το τονίσω γι’ άλλη μια φορά: Γιατί συνήθως Του ζητάμε πράγματα βλαβερά, νομίζοντας πως είναι καλά και ωφέλιμα. Δεν γνωρίζεις, άνθρωπέ μου, το συμφέρον σου. Εκείνος, που το γνωρίζει, δεν εισακούει την παράκλησή σου, γιατί φροντίζει περισσότερο από σένα για τη σωτηρία σου. Αν οι γονείς δεν δίνουν πάντα στα παιδιά τους ό,τι τους ζητούν, όχι βέβαια επειδή τα μισούν, μα επειδή, απεναντίας, υπερβολικά τα αγαπούν, πολύ περισσότερο θα κάνει το ίδιο ο Θεός, ο οποίος και περισσότερο από τους γονείς μας, μας αγαπά και καλύτερα απ’ όλους γνωρίζει ποιο είναι το καλό μας.Όταν, λοιπόν, αποκάνεις ικετεύοντας τον Κύριο, κι Εκείνος δεν σου δίνει σημασία, μην παραπονιέσαι. Ξεχνάς, άλλωστε, πόσες φορές εσύ άκουσες κάποιον φτωχό να σε παρακαλάει και δεν του έδωσες σημασία; Και αυτό το έκανες από σκληρότητα, ενώ ο Θεός το κάνει από φιλανθρωπία. Ωστόσο, ενώ δεν δέχεσαι να κατηγορήσουν εσένα, που από σκληρότητα δεν άκουσες τον συνάνθρωπό σου, κατηγορείς το Θεό, που από φιλανθρωπία δεν σε ακούει.
Είπα όμως προηγουμένως, ότι κι όταν ακόμα δεν σε ακούει, η ωφέλειά σου από την προσευχή είναι μεγάλη. Γιατί είναι αδύνατο ν’ αμαρτήσει ένας άνθρωπος που προσεύχεται πρόθυμα και αδιάλειπτα, ένας άνθρωπος που συντρίβει την καρδιά του, ανεβάζει το νου του στον ουρανό και ομολογεί ταπεινά στον Κύριο τα αμαρτήματά του. Γιατί, ύστερα από μία τέτοια προσευχή, πετάει μακριά κάθε φροντίδα για τα γήινα, αποκτάει φτερά, γίνεται ανώτερος από τ’ ανθρώπινα πάθη.
Τα δροσερά νερά δεν δίνουν στα φυτά τόση θολερότητα, όση δίνουν τα δάκρυα στο δέντρο της προσευχής, κάνοντάς το ν’ ανεβαίνει ψηλά, ως το θρόνο του Θεού. Έτσι, μάλιστα, Εκείνος εισακούει την προσευχή μας. Και πώς να μην εισακούσει την προσευχή μιας ψυχής, που στέκεται μπροστά Του με αυτοσυγκέντρωση, με κατάνυξη, με ταπείνωση; Μιας ψυχής που έχει μεταφερθεί νοερά από τη γη στον ουρανό; Μιας ψυχής που έχει διώξει κάθε ανθρώπινο λογισμό, κάθε βιοτική μέριμνα, κάθε εμπαθή προσκόλληση, κι έχει αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη μυστική και πανευφρόσυνη κοινωνία με τον Κύριό της;
Ναι, έτσι πρέπει να προσεύχεται ο χριστιανός. Αφού συγκεντρώσει και εντείνει όλη του τη σκέψη, τότε να ικετεύει το Θεό έμπονα. Δεν χρειάζεται να λέει ατέλειωτα λόγια, φτάνουν τα λίγα και απλά. Η ανταπόκριση του Κυρίου στην προσευχή δεν εξαρτάται από το πλήθος των λόγων, αλλ’ από τη νήψη του νου και της καρδιάς. Και αυτό μπορεί να το διαπιστώσει κανείς απ’ όσα λέει η Γραφή για τη στείρα Άννα, τη μητέρα του προφήτη Σαμουήλ. «Κύριε», έταξε η Άννα, «αν σκύψεις πάνω από τη θλίψη της δούλης σου και με θυμηθείς και μου δώσεις παιδί, τότε εγώ θα το αφιερώσω σ’ εσένα για όλη του τη ζωή» (Α’ Βασ. 1:11). Είναι πολλά τα λόγια αυτά; Όχι. Και όμως, επειδή με νήψη και προσοχή έκανε αυτή τη μικρή προσευχή, κατόρθωσε όσα ηθέλησε: Και την ανάπηρη φύση της διόρθωσε και την κλεισμένη μήτρα της άνοιξε και από την περιφρόνηση των ομοεθνών της λυτρώθηκε και από την άγονη γη θέρισε σιτάρι πλούσιο.
Όποιος προσεύχεται, λοιπόν, ας μη λέει περίσσια λόγια. Και ο Χριστός και ο Παύλος, άλλωστε, μας σύστησαν να προσευχόμαστε συχνά, αλλά με συντομία και μικρά διαλείμματα. Γιατί, μακραίνοντας την προσευχή, είναι δυνατό να χάσεις την προσοχή. Κι έτσι δίνεις την ευκαιρία στο διάβολο να σε πλησιάσει και να σου υποβάλει τους δικούς του λογισμούς. Αν, όμως, οι προσευχές σου είναι σύντομες και συχνές, τότε θα μπορείς εύκολα να τις κάνεις με προσοχή και νήψη, καλύπτοντας μ’ αυτές όλο τον διαθέσιμο χρόνο σου.
Θέλεις κι εσύ να μάθεις άγρυπνη προσευχή και προσοχή του νου και διαρκή παραμονή κοντά στο Θεό; Πήγαινε στην Άννα και μάθε τι έκανε εκείνη. Σηκώθηκαν, λέει, όλοι από το τραπέζι. Ωστόσο, η Άννα δεν πήγε ούτε να κοιμηθεί ούτε ν’ αναπαυθεί. Έτρεξε στη Σκηνή του Μαρτυρίου για να προσευχηθεί. Απ’ αυτό συμπεραίνω πως, ακόμα κι όταν έτρωγε, δεν παραφόρτωνε το στομάχι της. Διαφορετικά, δεν θα μπορούσε να προσευχηθεί, και μάλιστα με τόσα δάκρυα. Αν εμείς, όταν είμαστε νηστικοί, με δυσκολία κατορθώνουμε να προσευχηθούμε, ενώ ύστερα από τα συμπόσια ποτέ δεν προσευχόμαστε, πολύ περισσότερο εκείνη, μια γυναίκα, δεν θα προσευχόταν μ’ αυτόν τον τρόπο μετά το συμπόσιο, αν είχε καλοφάει.
Ας ντραπούμε εμείς, οι άνδρες, που παρακαλάμε για τη βασιλεία των ουρανών και συνάμα χασμουριόμαστε, ας ντραπούμε, λέω, εκείνη τη γυναίκα, που παρακαλούσε κι έκλαιγε. Δες την ευλάβειά της κι από τούτο: «Μιλούσε από την καρδιά της• τα χείλη της μόλις που κινιόνταν και η φωνή της δεν ακουγόταν καθόλου». Έτσι παρουσιάζεται μπροστά στο Θεό όποιος θέλει να κατορθώσει κάτι: όχι με κινήσεις και φωνές, ούτε όμως και βαριεστημένος ή νυσταγμένος και αποχαυνωμένος.
Μήπως, όμως, δεν μπορούσε ο Θεός να δώσει παιδί στην Άννα και δίχως προσευχή; Μήπως δεν γνώριζε την επιθυμία της και πριν Του το ζητήσει; Ναι, αλλ’ αν της έδινε το παιδί πριν το ζητήσει με την προσευχή, δεν θα φαινόταν η προθυμία της, δεν θα φανερωνόταν η αρετή της, δεν θα έπαιρνε τόση αμοιβή.
Ας δούμε τώρα και τη φιλοσοφία της γυναίκας. Άκου τι είπε στον αρχιερέα Ηλί, που την πέρασε για μεθυσμένη: «Όχι, κύριέ μου, δεν είμαι μεθυσμένη. Μια γυναίκα καταπικραμένη είμαι, που ξεχύνω τον πόνο της ψυχής μου μπροστά στον Κύριο. Μη θεωρήσεις τη δούλη σου καμιά τιποτένια• αν προσευχήθηκα ως τώρα, ήταν από τον πολύ μου πόνο». Αυτό είναι γνώρισμα πραγματικά συντριμμένης καρδιάς: Το να μην οργίζεται και να μην αγανακτεί εναντίον εκείνων που την αδικούν ή την προσβάλλουν, αλλά με πραότητα και σεμνότητα ν’ απολογείται. Αλήθεια, τίποτα δεν κάνει την ψυχή τόσο φιλόσοφη, όσο η θλίψη.
Σηκώθηκε, λοιπόν, από το τραπέζι η Άννα κι έτρεξε να προσευχηθεί. Ας τ’ ακούσουν όσοι από μας ούτε πριν ούτε μετά το φαγητό προσεύχονται. Ας τ’ ακούσουν και ας παραδειγματιστούν. Όλοι μας, τόσο πριν όσο και μετά τα γεύματα, οφείλουμε να δοξάζουμε και να ευχαριστούμε το Θεό. Όποιος είναι προετοιμασμένος γι’ αυτό, ούτε θα παραφάει ούτε θα μεθύσει ποτέ. Έχοντας ως χαλινάρι του λογισμού του την αναμονή της προσευχής, θα γευθεί απ’ όλα με μέτρο και θα έχει πολλή ευλογία και στο σώμα και στην ψυχή. Με προσευχή, κοντολογίς, ας αρχίζει και ας τελειώνει κάθε γεύμα μας.
Παράλληλα, ας μην παραλείπουμε να συμμετέχουμε στο πασχάλιο δείπνο τηςευχαριστιακής συνάξεως, που γίνεται τακτικά στο ναό, αλλά και σε κάθε εκκλησιαστική ακολουθία, αν είναι δυνατόν. “Μα έχω τόσες φροντίδες και ασχολίες!”, θα μου πεις. Γι’ αυτό ακριβώς έλα στο ναό, για να ελκύσεις με την εδώ παρουσία σου την εύνοια του Θεού, κι έτσι να φύγεις ασφαλισμένος• για να Τον έχεις βοηθό στις υποθέσεις σου, κι έτσι να γίνεις ακατανίκητος από τους δαίμονες και τους μοχθηρούς ανθρώπους. Γιατί, συμμετέχοντας στη θεία λειτουργία και στην κοινή λατρεία, θα ενισχυθείς από τον παντοδύναμο Θεό, θα πάρεις τα δικά Του όπλα, κι έτσι ούτε ο διάβολος ούτε οι άνθρωποι θα μπορέσουν να σε βλάψουν.
Και μη μου πεις, ότι, καθώς είσαι συνέχεια απασχολημένος με τα προβλήματα της ζωής, δεν μπορείς να τρέχεις κάθε τόσο στην εκκλησία ούτε να προσεύχεσαι όλη μέρα. Στην εκκλησία, έστω, δεν μπορείς να πηγαίνεις. Όπου κι αν βρίσκεσαι, όμως, μπορείς να στήσεις το θυσιαστήριό σου. Ούτε ο τόπος ούτε η ώρα σε εμποδίζουν. Κι αν δεν γονατίσεις, κι αν δεν κλάψεις, κι αν δεν υψώσεις τα χέρια σου στον ουρανό, η προσευχή σου θα είναι τέλεια, εφόσον θα έχεις διάνοια θερμή. Εσύ που βαδίζεις στο δρόμο, εσύ που βρίσκεσαι στην αγορά, εσύ που ταξιδεύεις στη θάλασσα, εσύ που κάθεσαι στο εργαστήριό σου, εσύ που μαγειρεύεις στο σπίτι σου, εσύ που καλλιεργείς το χωράφι σου κι εσύ που σε κάποιαν άλλη εργασία καταγίνεσαι, όταν δεν μπορείτε να έρθετε στην εκκλησία, κάντε, εκεί που είστε, προσευχή εκτενή και προσεκτική. Ο Θεός δεν νοιάζεται για τον τόπο. Ζητάει μόνο θερμότητα καρδιάς και αγνότητα ψυχής. Να, και ο απόστολος Παύλος προσευχήθηκε όχι σε ναό όρθιος ή γονατιστός, αλλά μέσα σε φυλακή πεσμένος ανάσκελα, καθώς τα πόδια του ήταν σφιγμένα στην ξυλοπέδη. Επειδή, όμως, προσευχήθηκε με θέρμη, αν και πεσμένος, και τη φυλακή έσεισε και τα θεμέλια σάλεψε και το δεσμοφύλακα τράβηξε στην αληθινή πίστη μαζί με όλη την οικογένειά του .
Ο άρρωστος Εζεκίας ούτε όρθιος ούτε γονατιστός, αλλά πεσμένος στο κρεβάτι παρακάλεσε για τη θεραπεία του το Θεό, που με τον προφήτη Ησαΐα του είχε προαναγγείλει το θάνατό του. Και κατόρθωσε με την καθαρότητα και τη θερμότητα της καρδιάς του να μεταβάλει τη θεϊκή απόφαση. Ο ληστής, πάλι, καρφωμένος πάνω στο σταυρό, με λίγα λόγια κέρδισε τη βασιλεία των ουρανών. Και ο Ιερεμίας μέσα στο λάκκο με τη λάσπη και ο Δανιήλ μέσα στο λάκκο με τα θηρία και ο Ιωνάς μέσα στην κοιλιά του κήτους, όταν προσευχήθηκαν θερμά, απομάκρυναν τις συμφορές, που τους είχαν βρει, και βοηθήθηκαν από το Θεό.
“Και τί θα λέω, όταν προσεύχομαι;”, θα με ρωτήσεις. Θα λες ό,τι και η Χαναναία του Ευαγγελίου. «Ελέησέ με, Κύριε!», παρακαλούσε εκείνη. «Η θυγατέρα μου βασανίζεται από δαιμόνιο». “Ελέησέ με, Κύριε!”, θα παρακαλάς κι εσύ. “Η ψυχή μου βασανίζεται από δαιμόνιο”. Γιατί η αμαρτία είναι μεγάλος δαίμονας. Ο δαιμονισμένος ελεείται, ενώ ο αμαρτωλός αποδοκιμάζεται. “Ελέησέ με!”. Μικρή είναι η φράση. Και όμως, γίνεται πέλαγος φιλανθρωπίας, καθώς, όπου υπάρχει έλεος, εκεί υπάρχουν όλα τα αγαθά.
Και όταν βρίσκεσαι έξω από την εκκλησία, φώναζε μυστικά: “Ελέησέ με!”. Φώναζε με τη σκέψη σου, χωρίς να κινείς τα χείλη σου. Γιατί ο Θεός μας ακούει και όταν σωπαίνουμε. Δεν απαιτείται τόσο τόπος, όσο τρόπος προσευχής. Και στο λουτρό αν είσαι, να προσεύχεσαι. Όπου κι αν είσαι, να προσεύχεσαι. Όλη η κτίση είναι ναός του Θεού. Εσύ ο ίδιος είσαι ναός του Θεού, και ψάχνεις τόπο για να προσευχηθείς;
Η θάλασσα απλωνόταν μπροστά. Οι Αιγύπτιοι έρχονταν από πίσω. Και ο Μωυσής βρισκόταν στη μέση. Ζητούσε από το Θεό βοήθεια, χωρίς να λέει ούτε λέξη• τόση ήταν η αμηχανία του. Και μολονότι δεν ακουγόταν η φωνή του, ο Κύριος του είπε: «Τί μου φωνάζεις;». Τον άκουγε, λοιπόν, αν και δεν μιλούσε. Έτσι κι εσύ, όταν σου έρχεται πειρασμός, να ζητάς καταφύγιο στο Θεό, να καλείς μυστικά σε βοήθεια τον Κύριό σου. Αυτός είναι πάντα κοντά σου, γι’ αυτό δεν χρειάζεται να Τον αναζητήσεις σε ορισμένο τόπο, όπως κάνεις με τους ανθρώπους. «Θα φωνάξεις στο Θεό, κι Εκείνος θα σ’ ακούσει», όπως λέει ο προφήτης Ησαΐας. «Εσύ ακόμα θα προσεύχεσαι, κι Εκείνος θα σου απαντήσει: “Να, εδώ είμαι, δίπλα σου!”». Αν αγωνίζεσαι να διατηρείς την καρδιά σου καθαρή από την κακία, ο Κύριος σ’ ακούει πάντα και παντού.
Με όλα αυτά, βέβαια, δεν θέλω να υποτιμήσω την προσευχή που γίνεται από τους χριστιανούς στο ναό. Όχι. Γιατί είναι μεγάλη, πολύ μεγάλη η δύναμη της κοινής προσευχής των αδελφών στην εκκλησία. Θέλεις να μάθεις πόση; Άκου: Κάποτε ο απόστολος Πέτρος ήταν φυλακισμένος και αλυσοδεμένος. Μα «η Εκκλησία προσευχόταν αδιάκοπα στο Θεό γι’ αυτόν». Και η προσευχή του εκκλησιάσματος τον ελευθέρωσε θαυματουργικά από τη φυλακή κι από τις αλυσίδες. Τί, λοιπόν, είναι δυνατότερο από την προσευχή, που έσωσε το στύλο και τον πύργο της Εκκλησίας;
Και όσο για τους κατηχουμένους, βέβαια, δεν επιτρέπεται να προσεύχονται μαζί με τους πιστούς στο ναό, γιατί δεν έχουν αποκτήσει ακόμα μεγάλη παρρησία. Όσο για μας, όμως, μας έχει δοθεί η παραγγελία να προσευχόμαστε για την οικουμένη και για την Εκκλησία, που έχει απλωθεί ως τα πέρατα της γης. Συνειδητοποιείτε πόσο υψηλό και τιμητικό για τη μικρότητά μας είναι το να προσερχόμαστε εδώ και να παρακαλάμε το Θεό για τόσο λαό; Το να παρακαλάει ένας για τους πολλούς, είναι πολύ τολμηρό και χρειάζεται μεγάλη παρρησία. Γιατί, αν εγώ ο ίδιος δεν τολμώ να παρακαλέσω για τον εαυτό μου, πολύ περισσότερο για τους άλλους• αυτό μόνο οι δίκαιοι μπορούν να το κάνουν, όχι ένας αμαρτωλός σαν κι εμένα. Όταν, όμως, συγκεντρωμένοι όλοι μαζί κάνουν δέηση για έναν, το πράγμα δεν φαίνεται άπρεπο.
Είναι, βέβαια, δυνατόν, όπως είπα πριν, να προσευχόμαστε και στο σπίτι μας και σε κάθε τόπο, όχι πάντως όπως προσευχόμαστε στην εκκλησία, όπου κοινή ικεσία κλήρου και λαού απευθύνεται στο Θεό. Δεν εισακούεσαι τόσο από τον Κύριο, όταν Τον παρακαλάς μόνος, όσο όταν βρίσκεσαι μαζί με τους αδελφούς σου. Γιατί στην κοινή προσευχή υπάρχουν περισσότερα: η ομόνοια και ο δεσμός της αγάπης και οι ευχές των ιερέων. Οι ιερείς γι’ αυτό ακριβώς βρίσκονται εδώ, για να ενισχύσουν με τις ισχυρές ευχές τους τις αδύναμες προσευχές του λαού, βοηθώντας τες ν’ ανέβουν στον ουρανό. Να, λοιπόν, πως κατόρθωσε να βγάλει από τη φυλακή τον απόστολο Πέτρο η προσευχή της Εκκλησίας. Η απόσταση ενός τόπου, βλέπεις, δεν εμποδίζει την ενέργεια της προσευχής, όπως άλλωστε δεν μειώνει και τη δύναμη της αγάπης. Όσο η βαθειά αγάπη συνδέει ακατάλυτα, άλλο τόσο και η ζωντανή προσευχή ωφελεί υπερβολικά ανθρώπους που βρίσκονται μακριά.
Ο Μωυσής δεν βρισκόταν σωματικά στο πεδίο της μάχης, όταν οι Ισραηλίτες πολεμούσαν με τους Αμαληκίτες, ωστόσο συνέβαλε στη νίκη πολύ περισσότερο από τους πολεμιστές, υψώνοντας τα χέρια του στον ουρανό και παρακαλώντας το Θεό για το έθνος του. Έτσι έσωσε έναν ολόκληρο λαό. Υπάρχει κατόρθωμα μεγαλύτερο απ’ αυτό, από την ωφέλεια δηλαδή των συνανθρώπων και αδελφών μας; Όχι. Κι αν νηστεύεις κι αν κοιμάσαι καταγής κι αν κλαις σ’ όλη σου τη ζωή, τίποτε το μεγάλο δεν κατορθώνεις, εφόσον δεν ωφελείς κανέναν άλλο. Να, κι από τον Μωυσή έγιναν πολλά θαύματα και σημεία. Κανένα απ’ αυτά, όμως, δεν τον έκανε τόσο μεγάλο, όσο η ικετευτική κραυγή του προς τον Κύριο για τη συγχώρηση των Ισραηλιτών, που είχαν πέσει στο βαρύ αμάρτημα της ειδωλολατρίας: «Αν θέλεις, συγχώρησε την αμαρτία τους• αν πάλι όχι, τότε εξαφάνισε κι έμενα!».
Και ο βασιλιάς Δαβίδ, όταν, για μια του αμαρτία, ο Θεός παραχώρησε να πέσει θανατικό στους Ισραηλίτες, έδειξε την ίδια διαγωγή. «Εγώ είμαι εκείνος που αμάρτησε», είπε. «Εγώ, ο ποιμένας, έκανα το κακό. Αυτά τα πρόβατα τι έκαναν; Χτύπα, λοιπόν, εμένα και την οικογένειά μου».
Του αποστόλου Παύλου η φιλαδελφία, όμως, ήταν η πιο μεγάλη και πιο θαυμαστή: Ευχόταν ακόμα και να χωριστεί από το Χριστό, αν έτσι θα πήγαιναν κοντά σ’ Εκείνον οι ομοεθνείς αδελφοί του. Ο Μωυσής ζητούσε να εξαφανιστεί κι αυτός μαζί με τους άλλους• ο Παύλος δεν ζητούσε να χαθεί μαζί τους, αλλά, για τη σωτηρία τους, να χάσει μόνο αυτός την ασύλληπτη δόξα του παραδείσου!
Οι προσευχές τέτοιων αγίων, βέβαια, φέρνουν αγαθά αποτελέσματα, όταν κι εμείς οι ίδιοι βοηθάμε. Όταν αυτό δεν συμβαίνει, ούτε κι εκείνων η βοήθεια ωφελεί. Σε τί ωφέλησε, λ.χ., η προσευχή του Ιερεμία τους Ιουδαίους; Τρεις φορές παρακάλεσε ο προφήτης το Θεό και τρεις φορές άκουσε: «Μην προσεύχεσαι πια για το λαό αυτό και μη μου ζητάς να τους ελεήσω, γιατί δεν θα σε ακούσω!» (Τερ. 7:16). Σε τί ωφέλησε τον Σαούλ ο Σαμουήλ, που προσευχόταν και πενθούσε γι’ αυτόν ως την τελευταία μέρα, και σε τί ωφέλησε τους Ισραηλίτες; «Ποτέ δεν θα κάνω το αμάρτημα να διακόψω την προσευχή μου για τη σωτηρία σας», τους είπε. Και όμως, όλοι χάθηκαν. Γιατί; Το εξηγεί ο Θεός με το στόμα του προφήτη Ιερεμία: «Αν ακόμα και ο Μωυσής και ο Σαμουήλ σταθούν μπροστά μου και προσευχηθούν γι’ αυτούς, δεν θα τους λυπηθώ, γιατί έχει αυξηθεί υπερβολικά η κακία τους».
Ώστε, λοιπόν, σε τίποτα δεν ωφελούν οι προσευχές; Ωφελούν και πολύ μάλιστα, αλλά, όπως είπα, όταν κι εμείς βοηθάμε, θυμηθείτε τον εκατόνταρχο Κορνήλιο, που αξιώθηκε να γνωρίσει την αληθινή πίστη, επειδή «έδινε πολλές ελεημοσύνες και προσευχόταν αδιάλειπτα στο Θεό». Θυμηθείτε και τη δίκαιη Ταβιθά, που «έκανε πολλές αγαθοεργίες και ελεημοσύνες» και, όταν πέθανε, αναστήθηκε με την προσευχή του αποστόλου Πέτρου. Αλλά και στα χρόνια του βασιλιά Εζεκία, ο Θεός έσωσε την Ιερουσαλήμ από τους Ασσυρίους. Γιατί; Επειδή ο Εζεκίας ήταν δίκαιος και προσευχήθηκε θερμά για την πόλη και το λαό του. «Εγώ θα υπερασπίσω τούτη την πόλη», είπε ο Κύριος στον καλό βασιλιά. Κι έτσι ακριβώς έκανε.
Όλα αυτά τα παραδείγματα, και πολλά άλλα πα¬ρόμοια, που βρίσκουμε μέσα στις Γραφές, τί μας δείχνουν; Ότι οι προσευχές των αγίων για μας, αλλά και οι δικές μας προσευχές, εισακούονται από το Θεό, όταν είμαστε δίκαιοι, ενάρετοι, ελεήμονες, φιλάνθρωποι. Όταν, απεναντίας, και με τα χέρια και με τα πόδια και με τη γλώσσα και με το νου και με την καρδιά διαπράττουμε την αμαρτία, παραβαίνοντας τον θείο νόμο, πώς τολμάμε ν’ απευθυνόμαστε στον Κύριο, ζητώντας Του βοήθεια ή ευεργεσία; Και πώς τολμάμε να ζητάμε τις πρεσβείες των αγίων;
Πριν υψώσουμε, λοιπόν, ικετευτικά τα χέρια μας στον ουρανό, ας βάλουμε αρχή μετάνοιας. Άλλωστε, επειδή με τα χέρια εκτελούμε πολλές πονηρές πράξεις, γι’ αυτό ακριβώς έχει καθιερωθεί να τα υψώνουμε, όταν προσευχόμαστε, ώστε η υπηρεσία που προσφέρουν για την προσευχή, να τα εμποδίζει από την κακία και να τ’ απομακρύνει από την αμαρτία. Έτσι θα θυμάσαι, δηλαδή, όταν πρόκειται ν’ αρπάξεις κάτι ή να χτυπήσεις κάποιον, ότι αυτά τα χέρια θα τα υψώσεις στο Θεό ως συνηγόρους σου και ότι μ’ αυτά θα Του προσφέρεις την πνευματική θυσία της προσευχής. Γι’ αυτό μην τα μολύνεις, μην τα ντροπιάζεις, μην τα κάνεις ανάξια εμφανίσεως στο Θεό, με την τέλεση οποιασδήποτε ανομίας. Καθάριζέ τα με την ελεημοσύνη, με τη φιλανθρωπία, με την καλοσύνη, κι έτσι καθαρά ύψωνέ τα σε προσευχή. Αν δεν προσεύχεσαι ποτέ με χέρια λασπωμένα, πολύ περισσότερο μην το κάνεις με χέρια λερωμένα από την αμαρτία. Γιατί κακό δεν είναι το να υψώνεις χέρια άπλυτα προς τον Κύριο• το να υψώνεις, όμως, χέρια καταμολυσμένα από αναρίθμητα αμαρτήματα, αυτό είναι φοβερό και προκαλεί την οργή του Θεού.
Αλλά μόνο έτσι παροργίζουμε τον Πατέρα μας; Με πόσους τρόπους, αλήθεια, αμαρτάνουμε, ακόμα και μέσα στην εκκλησία, την ώρα της λατρείας! Αναπολόγητοι θα είμαστε, αν ο Θεός λογαριάσει τους αισχρούς λογισμούς που έχουμε στο νου μας, τις πονηρές επιθυμίες που έχουμε στην καρδιά μας, τις κατακρίσεις που ξεστομίζουμε καθημερινά για τον πλησίον μας, τα ψεύδη και τις συκοφαντίες, τις πανουργίες και τις δολοπλοκίες, τις κακότητες και τις αδικίες μας. Λύπη μας προξενεί η προκοπή των άλλων, ακόμα και των φίλων μας. Ευχαρίστηση δοκιμάζουμε, όταν ο συνάνθρωπός μας υποφέρει, θεωρώντας τη συμφορά εκείνου ως παρηγοριά για τη δική μας δυστυχία. Ασύνετα ζητάμε από το Θεό πράγματα φθαρτά κι ανώφελα, πράγματα που Εκείνος πρόσταξε να τα περιφρονούμε. Αθεόφοβα καταριόμαστε τους αδελφούς μας, ενώ έχουμε εντολή να δίνουμε ευχές και στους εχθρούς μας.
Τί κάνεις, άνθρωπε μου; Ζητάς από το Θεό να σε σπλαχνιστεί, κι εσύ καταριέσαι τον άλλο; Μη γελιέσαι. Αν δεν συγχωρήσεις, δεν θα συγχωρηθείς. Το ξέρεις.
Και όμως, όχι μόνο δεν συγχωρείς, αλλά παρακαλάς και το Θεό να μη συγχωρήσει! Αν, όμως, δεν συγχωρείται εκείνος που δεν συγχωρεί, πώς θα συγχωρηθεί εκείνος, που και τον Κύριο παρακαλάει να μη συγχωρήσει; Αν είναι κακό να έχεις εχθρούς, σκέψου πόσο χειρότερο είναι να τους κατηγορείς και να τους καταριέσαι. Εσύ πρέπει να δώσεις λόγο για το ότι έχεις εχθρούς, και κατηγορείς εκείνους; Πώς θα σου δώσει άφεση ο Θεός, όταν Του ζητάς να βλάψει άλλους, την ώρα που Τον παρακαλείς για τα δικά σου αμαρτήματα κι έχεις ανάγκη από μεγάλο έλεος; Όταν μάλιστα, προσεύχεσαι για τον εαυτό σου, γυρίζεις τη ματιά σου δεξιά κι αριστερά, χασμουριέσαι και φέρνεις στο νου σου χίλιους δυο λογισμούς. Όταν, όμως, προσεύχεσαι εναντίον των εχθρών σου, το κάνεις με μεγάλη αυτοσυγκέντρωση και διαύγεια σκέψεως. Γνωρίζει, βλέπεις, ο διάβολος πως, όταν ζητάμε το κακό των άλλων, στρέφουμε το ξίφος εναντίον μας, γι’ αυτό τότε δεν διασπά την προσοχή μας και δεν τραβάει το νου μας εδώ κι εκεί.
Ξέχασε, λοιπόν, τις ξένες αμαρτίες, για να ξεχάσει και ο Κύριος τις δικές σου. Γιατί αν πεις, “Τιμώρησε τον εχθρό μου”, έκλεισες το στόμα σου. Έχασε πια η γλώσσα σου το δικαίωμα να μιλάει στο Θεό. Πρώτα-πρώτα επειδή εξαρχής Τον παρόργισες, κι υστέρα επειδή ζητάς πράγματα που είναι αντίθετα στον ίδιο το χαρακτήρα της προσευχής. Αφού, δηλαδή, προσέρχεσαι για να ζητήσεις συγχώρηση αμαρτημάτων, πώς μιλάς για τιμωρία; Το αντίθετο έπρεπε να κάνεις, να παρακαλάς για τους άλλους, ώστε στη συνέχεια να παρακαλέσεις με παρρησία και για τον εαυτό σου.
Αν προσευχηθείς για τους συνανθρώπους σου, τα πέ¬τυχες όλα, έστω κι αν δεν πεις το παραμικρό για τις δικές σου αμαρτίες.
Δεν υπάρχει τίποτα πιο ζοφερό από μια ψυχή που μνησικακεί και μισεί. Δεν υπάρχει τίποτα πιο ακάθαρτο από μια γλώσσα που κακολογεί και καταριέται. Άνθρωπος είσαι, μη γίνεσαι θηρίο. Το στόμα σου δόθηκε όχι για να δαγκώνεις, αλλά για να παρηγορείς με τα λόγια σου. Ο Θεός σε πρόσταξε να συγχωρείς, κι εσύ Τον παρακαλάς να καταργήσει τη δική Του εντολή; Δεν σκέφτεσαι ότι ευχαριστιέται και γελάει ο διάβολος, όταν ακούει μια τέτοια προσευχή; Δεν συλλογίζεσαι ότι, από το άλλο μέρος, λυπάται ο Θεός, ο Πλάστης σου, ο Ευεργέτης σου, ο Σωτήρας σου;
“Μα αδικήθηκα”, λες, “και είμαι πικραμένος”. Τότε, λοιπόν, προσευχήσου εναντίον του διαβόλου, που μας αδικεί περισσότερο από κάθε άλλον. Γιατί αυτός δημιουργεί και τους εχθρούς και τις έχθρες, αυτός είναι ο μεγάλος και μοναδικός εχθρός σου, με τον οποίο δεν είναι δυνατό να συμφιλιωθείς ποτέ. Ο συνάνθρωπος, απεναντίας, όσα κι αν σου κάνει, είναι αδελφός σου. Γι’ αυτό οφείλεις να προσεύχεσαι για το καλό του, για την ευτυχία του, για τη μετάνοια και τη σωτηρία του.
Ας φροντίσουμε λοιπόν, αγαπητοί μου, να ζούμε και να ενεργούμε σύμφωνα με τις εντολές του Κυρίου, για να είναι καρποφόρα η προσευχή μας και να πετύχουμε τη βασιλεία των ουρανών.

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

Πηγή: http://fdathanasiou.wordpress.com/

Η εμφάνιση της Θεοτόκου


Η εμφάνιση της Θεοτόκου


Ζούσε στη χώρα των Αλαμανών ένας ιερέας πολύ ενάρετος, ο Πελάγιος, πού έτρεφε ξεχωριστή ευλάβεια στην Υπεραγία Θεοτόκο.

Ο διάβολος όμως τον φθόνησε και τού έσπειρε λογισμό απιστίας για τη θεία Κοινωνία.

«Πώς είναι! δυνατόν», σκεφτόταν, «να γίνονται το ψωμί Σώμα; και το κρασί Αίμα Χριστού!» .
Απ' τούς λογισμούς αυτούς έπεφτε σε μεγάλη θλίψη, αλλά δεν τολμούσε να συμβουλευθεί κανέναν άνθρωπο.

Γι' αυτό πρόστρεξε στην ίδια την Παναγία και την παρακάλεσε να τον πληροφορήσει σχετικά.

Κάποια μέρα λοιπόν, ενώ λειτουργούσε, όταν έφτασε στο «Εξαιρέτως της Παναγίας αχράντου... », εξαφανίστηκε από το δισκάριο ο άγιος Άρτος. Ερεύνησε ο Πελάγιος τριγύρω, αλλά δεν τον βρήκε.

Παναγία μου! Φώναξε τρομαγμένος, γνωρίζω ότι για την ολιγοπιστία και την αμφιβολία μου με σιχάθηκε ο Χριστός κι έφυγε από μπροστά μου για να μην κοινωνήσω, ο ανάξιος.
Εσύ όμως παρακάλεσέ Τον να με συγχωρήσει!


Βλέπει τότε μπροστά στην αγία τράπεζα την υπερένδοξη Βασίλισσα με το θείο Βρέφος στην αγκαλιά της να του λέει:

Αυτό το Βρέφος είναι ο Ποιητής της οικουμένης, ο γιος και Λόγος του Θεού τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος.

Αυτός πέθανε στο Σταυρό για τη σωτηρία του κόσμου και αναστήθηκε.

Αυτός και τώρα καθημερινά συγκαταβαίνει με θαυμαστό τρόπο στο σχήμα του ψωμιού και του κρασιού, για την πολλή αγάπη Του στους ανθρώπους, και προσφέρεται σ' αυτούς για τον αγιασμό της ψυχής
τους.

Ψηλάφισε Τον λοιπόν κι ερεύνησε άφοβα, για να διαπιστώσεις ότι πρόκειται για αληθινή θεωρία, ότι είναι σώμα πραγματικό με σάρκα και Αίμα, καθώς τον γέννησα.

Έτσι ακριβώς γίνονται ο Άρτος και ο οίνος όταν λειτουργείς.

Επειδή όμως η ανθρώπινη φύση δεν μπορεί να φάει σάρκα ωμή και να πιει Αίμα, γι' αυτό με πάνσοφο τρόπο ο Παντοδύναμος προσφέρεται με τη μορφή του ψωμιού και του κρασιού, ώστε να μπορεί ο
καθένας να τον μεταλαμβάνει με λαχτάρα και πόθο. Κοινώνησε λοιπόν κι εσύ με ευλάβεια και πίστη, γιατί οποίος τον παίρνει μέσα του άξια, γίνεται μέτοχος της θείας δόξας Του.

Μ' αυτά τα λόγια η Δέσποινα απέθεσε το Βρέφος στην αγία τράπεζα, κι αφού το προσκύνησε ταπεινά, έγινε άφαντη.

Τότε ο ιερέας πήρε με φόβο και χαρά στα χέρια του το θείο Βρέφος, το ασπάστηκε ευλαβικά και διαπίστωσε πώς ήταν πράγματι ένα ζωντανό βρέφος με αληθινή σάρκα.

Ύστερα το ακούμπησε στην αγία τράπεζα, έπεσε στη γη και προσευχήθηκε με δάκρυα:
«Πιστεύω, Κύριε, και ομολογώ πώς Εσύ είσαι ο Υιός του Θεού, πού γεννήθηκες από την άειπάρθενη Μαρία.
Σ' ευχαριστώ για τη χάρη πού αξιώθηκα σήμερα ο ανάξιος, και παρακαλώ να μου συγχωρέσεις την παλιά μου δυσπιστία και τώρα αξίωσέ με να Σε κοινωνήσω όχι σαν βρέφος, άλλά σαν Άρτο».

Αφού προσευχήθηκε έτσι με πίστη, σηκώνεται, και βλέπει μπροστά του τον άγιο Άρτο όπως και πριν.

Μετάλαβε με ευφρόσυνη, και συνέχισε σ όλη του τη ζωή να ιερουργεί τα θεία Μυστήρια με περισσή ευλάβεια.


Πηγή: «Θαύματα και αποκαλύψεις από την Θεία Λειτουργία»


27 Απριλίου Συναξαριστής


27 Απριλίου Συναξαριστής Συμεὼν ἀδελφοθέου, Ποπλίωνος Μάρτυρος, Λολλίωνος τοῦ Νέου, Θεοφίλου Ἐπισκόπου, Ἰωάννου Ὁσίου καὶ Ὁμολογητού, Συμεὼν τοῦ Νέου Στυλίτου καὶ Γεωργίου Ὁσίων, Εὐλογίου τοῦ λατόμου, Στεφάνου Ἐπισκόπου, Ἀνάμνηση ἐγκαινίων Ἁγίας Εἰρήνης.

Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Ἀδελφόθεος Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων


Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Συμεών, ἀναδείχθηκε διάδοχος τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου (κοιμήθηκε τὸ 62 μ.Χ.), μετὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους τὸ 70 μ.Χ.
Κατὰ τὸν Ἠγήσιππο ἦταν υἱὸς τοῦ Κλωπᾶ, ἀδελφοῦ τοῦ Ἰωσὴφ καὶ ἀδελφὸς τοῦ Ἰούδα. Κατὰ ἄλλη δὲ ἐκδοχὴ ἦταν υἱὸς τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ Μνήστορος καὶ ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου.
Ἐνῷ ἐπισκόπευε στὴν Ἱερουσαλήμ, ἐπὶ αὐτοκράτορα Τραϊανοὺ (98-117 μ.Χ.), διαβλήθηκε ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς στὸν ὕπατο Ἀττικὸ γιὰ τὸν ἀποστολικό του ζῆλο.
Ὁ Συμεὼν κατηγορήθηκε ὄχι ἀπὸ Χριστιανοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ ἀπὸ Ἰουδαίους. Ἡ κατηγορία περιελάμβανε δυὸ σκέλη. Τὸ ἕνα ἦταν ὅτι καταγόταν ἀπὸ τὸ γένος Δαβὶδ καὶ τὸ ἄλλο ὅτι ἦταν Χριστιανός.
Ἀφοῦ συνελήφθη, βασανίσθηκε σκληρὰ καὶ στὴν συνέχεια ὁδηγήθηκε σὲ σταυρικὸ θάνατο, τὸ ἔτος 107 μ.Χ., σὲ ἡλικία ἑκατὸν εἴκοσι ἐτῶν.
Στοὺς Παρισινοὺς Κώδικες βρίσκεται Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Συμεών, ποίημα τοῦ ὑμνογράφου Θεοφάνους.




Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Χριστοῦ σὲ συγγενῆ, Συμεὼν Ἱεράρχα, καὶ Μάρτυρα στερρόν, ἱερῶς εὐφημοῦμεν, τὴν πλάνην ὀλέσαντα, καὶ τὴν πίστιν τηρήσαντα, ὅθεν σήμερον, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἑορτάζοντες, ἁμαρτημάτων τὴν λύσιν, εὐχαίς σου λαμβάνομεν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τῆς ἄνω Σιῶν, πολίτης γενόμενος, τῆς κάτω Σιῶν, τὸν θρόνον ἐγκεχείρισαι, καὶ καλῶς τὸ ποίμνιον, ὁδηγήσας πρὸς μάνδραν οὐράνιον, ἐσταυρώθης Χριστῷ Συμεών, τὸ θεῖον πάθος αὐτοῦ μιμησάμενος.



Ὁ Ἅγιος Ποπλίων ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ποπλίων, τελειώθηκε διὰ μάχαιρας.



Ὁ Ἅγιος Λολλίων ὁ Νέος ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Λολλίων, ὁ Νέος, τελειώθηκε συρόμενος κατὰ γῆς.



Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος Ἐπίσκοπος Βρεσκίας

Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος ἔζησε τὸν 5ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Βρεσκίας τῆς Λομβαρδίας.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου Θεοφίλου.




Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ὁμολογητὴς

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης γεννήθηκε στὴν Εἰρηνούπολη, ποὺ ὑπαγόταν στὴ Δεκάπολη τῆς Κοίλης Συρίας. Οἱ γονεῖς του, ὁ Θεόδωρος καὶ ἡ Γρηγορία, διακρίνονταν γιὰ τὴν εὐσέβειά τους, τὴν ὁποία καὶ μετέδωσαν μὲ κάθε φροντίδα στὸν εὐπειθῆ υἱό τους.
Κατὰ τὴν παιδική του ἡλικία περνοῦσε τὸν χρόνο του μεταξὺ τῆς ἀνατροφῆς του αὐτῆς, τῶν σπουδῶν του καὶ πολλῶν ἀγαθοεργιῶν, μὲ τὶς ὁποῖες οἱ γονεῖς του προσπάθησαν ἀπὸ νωρὶς νὰ τὸν ἐξοικειώσουν.
Ἡ ἴδια εὐσέβεια καὶ ἡ φιλάνθρωπη τάση τὸν διέκρινε καὶ κατὰ τὴ νεότητά του, κατὰ τὴν ὁποία μὲ τὴν τήρηση τοῦ θείου θελήματος διατηρήθηκε μακριὰ ἀπὸ κάθε ματαιότητα καὶ ἀκαθαρσία.
Ἀργότερα ἔγινε μοναχός. Καὶ στὴ νέα αὐτὴ ζωὴ δὲν εὐδοκίμησε λιγότερο.
Ὁ ζῆλος του καὶ ἡ παιδεία του τὸν ἔκαναν νὰ ξεχωρίσει στὴν ἐκτίμηση τῶν λοιπῶν ἀδελφῶν, τὸν παρέλαβε δὲ μαζί του ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς στὴ Νίκαια, τὸ 787 μ.Χ., ὅπου τότε συγκαλεῖτο ἡ Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος.
Μετὰ ἀπὸ τὸ τέλος τῆς Συνόδου ᾖλθαν καὶ οἱ δυὸ στὴν Κωνσταντινούπολη. Καὶ ἐπειδὴ καὶ οἱ δυό τους κατὰ τὴν διάρκεια τῶν συνοδικῶν ἐργασιῶν ἀπέσπασαν τὴν εὐμενῆ προσοχὴ καὶ τῆς βασίλισσας Εἰρήνης καὶ τοῦ Πατριάρχη Ταρασίου, ὁ γέροντας καὶ ἡγούμενός του, ἀναδείχθηκε ἡγούμενος τῆς μονῆς τῶν Δαλμάτων, ὁ δὲ Ὅσιος Ἰωάννης χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος καὶ κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Νικηφόρου (802-811 μ.Χ.), πού διαδέχθηκε τὴν Εἰρήνη στὸν βασιλικὸ θρόνο, διορίσθηκε ἡγούμενος στὸ μοναστῆρι, τὸ ἀποκαλούμενο τῶν Καθαρῶν.
Τὰ καθήκοντά του ἐκεῖ τὰ ἄσκησε μὲ κάθε εὐσυνειδησία, ἀφοῦ πρόσεξε νὰ προαγάγει τὴν πειθαρχία μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν καὶ νὰ ὑψώσει τὴν πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ ζωή τους. Καὶ ἐπειδὴ κατὰ τὰ χρόνια ἐκεῖνα ἐξακολουθοῦσαν ἀκόμα οἱ συνέπειες ἐκείνου τοῦ σαλοῦ ἐναντίων τῶν εἰκόνων, ὁ Ὅσιος Ἰωάννης μετέδιδε στοὺς μοναχούς του τὰ διδάγματα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοὺς προετοίμαζε σὲ κάθε τόλμη καὶ κάθε κίνδυνο γι’ αὐτά.
Καὶ ἡ μέρα τῆς μεγάλης δοκιμασίας φανερώθηκε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Λέοντος τοῦ Ε’, ὁ ὁποῖο κατέλαβε τὸν θρόνο τὸ ἔτος 813.
Ὁ βασιλέας αὐτὸς συμπαθοῦσε τὶς ἀρχὲς τῆς μεταρρυθμίσεως. Μεταξὺ δὲ τῶν ἄλλων, κρίνοντας ἐπιπόλαια τὰ πράγματα, πρέσβευε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀνορθωθεῖ, ἐὰν ἐπιτέλους δὲν ἐπερχόταν ἡ πλήρης κατάργηση τῶν ἁγίων εἰκόνων ἀπὸ αὐτή.
Ὅτι μία τέτοια δοξασία ἦταν ἀνόητη, ὅτι οἱ ὑπέρμαχοι τῆς λεγόμενης μεταρρυθμίσεως μέσῳ τοῦ λυσσαλέου ἀγῶνος κατὰ τῶν εἰκόνων, κατανάλωσαν χωρὶς λόγο δυνάμεις πολύτιμες γιὰ τὸ βυζαντινὸ κράτος καὶ τὴν Ἐκκλησία, τὸ ὁμολογοῦν καὶ περίφημοι ἱστορικοί.
Ὁ Λέων ὁ Ε’ ὅμως παρασυρόταν καὶ ὁ ἴδιος ἀπὸ τὴν τυφλὴ προκατάληψη κατὰ τῶν εἰκόνων. Σὲ αὐτὸ τὸν ὠθοῦσαν καὶ δυὸ ἄνδρες ποὺ ἀσκοῦσαν πάνω του μεγάλη ἐπιρροή, ὁ Θεόδοτος Μελισσηνὸς καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Γραμματικός.
Προέβη λοιπὸν σὲ διατάγματα καὶ βίαια μέτρα γιὰ τὴν κατάργηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων καὶ ἐπεχείρησε φοβερὸ διωγμὸ ἐναντίων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων καὶ ἡγουμένων καὶ μοναχῶν, τὸ ὁποῖο ἐπέκτεινε καὶ ἐναντίον τῶν συγκλητικῶν, πατρικίων, ἀκόμα δὲ καὶ ἐναντίον γυναικῶν καὶ παρθένων. Τὸ μοναστῆρι τῶν Καθαρῶν συμπεριελήφθη στὸν διωγμό.
Μαινόμενοι στρατιῶτες ἅρπαξαν τὰ ὑπάρχοντά του, οἱ μοναχοὶ κακοποιήθηκαν καὶ διασκορπίσθηκαν, ἐνῷ ὁ ἡγούμενος Ἰωάννης ὁδηγήθηκε σιδηροδέσμιος στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ βασιλέας εἶχε ἀκούσει πολλὰ γι’ αὐτόν.
Καὶ θέλησε νὰ τὸν δεῖ, θεωρώντας ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὸν μεταπείσει. Ἀλλὰ ὁ Ὅσιος, ἀφοῦ ἀπέδειξε τὸ ἀντιορθόδοξο καὶ ἐπιβλαβὲς πνεῦμα τοῦ διωγμοῦ κατὰ τῶν εἰκόνων, ἔλεγξε τὸν βασιλέα γιὰ τὸ πεῖσμα του καὶ τὶς δυσσεβεῖς ἀπόψεις του καὶ προανήγγειλε σὲ αὐτὸν ὅτι ἡ δυσμένεια τῶν Ἁγίων καὶ ἡ κατακραυγὴ τῶν θυμάτων πρὸς τὸν Θεὸ θὰ ἔφερναν κάποια ἡμέρα τὴν τιμωρία.
Ὁ βασιλέας ἐξοργίσθηκε καὶ διέταξε τὴν κράτηση τοῦ Ὁσίου σὲ μετόχι τοῦ μοναστηριοῦ του. Διότι δὲν σταμάτησε νὰ διατηρεῖ τὴ μάταιη ἐλπίδα ὅτι ὠριμότερα σκεπτόμενος ὁ Ὅσιος, θὰ συμμορφωνόταν πρὸς τὴν βασιλικὴ θέληση.
Ὅταν ὅμως ἀντιλήφθηκε τὴν ἄκαρπη προσδοκία του, τὸν ἐξόρισε σὲ φρούριο ποὺ ὀνομαζόταν Πενταδάκτυλο καὶ βρισκόταν στὴ χώρα τῆς Λάμπης.
Ἀπὸ ἐκεῖ, μετὰ ἀπὸ αὐστηρὴ κάθειρξη δεκαοκτὼ μηνῶν, τὸν μετέφεραν πάλι στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου μάταιες, ὅπως καὶ πρίν, ἀπέβησαν οἱ προσπάθειες καὶ τοῦ νέου Πατριάρχη Θεοδότου Α’ τοῦ Μελισσηνοῦ (815-821 μ.Χ.), τοῦ ἐπονομαζόμενου Κασσιτερᾶ, νὰ παραπείσουν τὸν Ὅσιο νὰ ἀπαρνηθεῖ τὶς ἅγιες εἰκόνες.
Ἀκολούθησε νέα κάθειρξη τοῦ Ἰωάννου, ἡ ὁποία διήρκησε δυὸ χρόνια, στὸ φρούριο Κριόταυρο τῶν Βουκελλαρίων. Καὶ ἐκεῖ ὑπέστη τὰ πάνδεινα, χωρὶς ὅμως νὰ μετριασθεῖ στὸ παραμικρὸ ὁ ζῆλος του πρὸς τὶς ἱερὲς εἰκόνες.
Ἡ πρόρρησή του ἐπαληθεύθηκε. Ὁ Λέων ὁ Ε’ σφαγιάσθηκε, διαδέχθηκε δὲ αὐτὸν ὁ Μιχαὴλ ὁ Β’. Αὐτὸς σχεδίαζε νὰ συμβιβάσει τὰ ἀντίπαλα στρατόπεδα, δηλαδὴ τῶν φίλων τῆς μεταρρυθμίσεως καὶ τῶν ὑπερασπιστῶν τῶν ἁγίων εἰκόνων, ἐπέτρεψε δὲ στοὺς διωχθέντες ἀπὸ τὸν Λέοντα τὸν Ε’, νὰ ἐπανέλθουν ἀπὸ τὴν ἐξορία τους.
Ἐπανῆλθε τότε καὶ ὁ Ὅσιος Ἰωάννης. Ἀλλὰ οἱ ἀντίπαλοι τῶν εἰκόνων ἔπεισαν τὸν βασιλέα νὰ τοῦ ἐπιτρέψει διαμονὴ μόνο στὴ Χαλκηδόνα. Ἔτσι τοῦ ἀπαγορεύθηκε ἡ εἴσοδος στὴν Κωνσταντινούπολη.
Τὸν Μιχαὴλ διαδέχθηκε ὁ υἱὸς του Θεόφιλος, κατὰ τὸ 829 μ.Χ., θιασώτης καὶ αὐτὸς καὶ προστάτης τῆς μεταρρυθμίσεως καὶ ἐχθρὸς τῶν εἰκόνων. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης, τὸ ἔτος 836 μ.Χ., θέλησε νὰ εἰσέλθει στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ μείνει κοντὰ στοὺς ὁμόφρονές του κληρικούς, στὴν περιοχὴ ἐνὸς ναοῦ. Ἀλλά, ὁ τότε Πατριάρχης Ἰωάννης ὁ Ζ’ ὁ Γραμματικὸς (836-842 μ.Χ.) δὲν τὸ ἐπέτρεψε καὶ ἐξόρισε τὸν Ὅσιο στὴ νῆσο Ἀφουσία. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Ἰωάννης, μετὰ ἀπὸ δυόμισι χρόνια, πιθανῶς τὸ ἔτος 839 μ.Χ., κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.




Οἱ Ὅσιοι Συμεὼν ὁ Νέος Στυλίτης καὶ Γεώργιος ὁ ἀδελφός του

Οἱ Ὅσιοι Συμεὼν καὶ Γεώργιος εἶναι ἄγνωστοι στοὺς Συναξαριστές. Ἡ μνήμη τοὺς ἀναφέρεται σὲ Κώδικα τῶν Ἱεροσολύμων, ὅπου ὑπάρχει καὶ ἡ Ἀκολουθία τους, ποίημα τοῦ ὑμνογράφου Θεοφάνους.




Ὁ Ὅσιος Εὐλόγιος ὁ λατόμος

Ὁ Ὅσιος Εὐλόγιος ἔζησε καὶ ἀσκήτεψε στὴ Θηβαΐδα τῆς Αἰγύπτου. Τὸ ἐπάγγελμά του ἦταν λατόμος καὶ ὀνομάσθηκε Ξενοδόχος, διότι εἶχε ἀφιερώσει ὅλο του τὸν βίο στὴν φιλανθρωπία καὶ τὴν φιλοξενία τῶν φτωχῶν καὶ τῶν πασχόντων. Ὁ Ὅσιος φιλοξένησε κάποτε καὶ τὸν Ἀββᾶ Δανιὴλ μὲ τὸν ὑποτακτικό του, ὅταν αὐτοὶ κατέβηκαν στὴν πόλη καὶ ἔμειναν χωρὶς τροφὴ καὶ στέγη.
Ὁ Ὅσιος Εὐλόγιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.



Ὁ Ἅγιος Στέφανος Ἐπίσκοπος Βλαντιμὶρ


Ὁ Ἅγιος Στέφανος ἔζησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 11ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὴ Λαύρα τοῦ Κιέβου. Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου (τιμᾶται 3 Μαΐου) ἔγινε ἡγούμενος τῆς ἱερᾶς μονῆς τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Ἀπὸ τὴ νέα αὐτὴ θέση ἦταν πολὺ δραστήριος καὶ φρόντισε μὲ ἐπιμέλεια γιὰ τὴν κτηριακὴ ὁλοκλήρωση τῆς μονῆς.
Παράλληλα ὅμως φρόντιζε καὶ γιὰ τὴν πνευματικὴ αὔξηση τῶν μοναχῶν. Ὅρισε νὰ τελεῖται καθημερινὰ στὴ μονή, ἡ Θεία Λειτουργία ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῶν μακαρίων κτητόρων καὶ τῶν κεκοιμημένων ἀδελφῶν, καθὼς καὶ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ζώντων ἀδελφῶν καὶ ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν.
Ὁ ἐπίβουλος διάβολος ὅμως φθόνησε τὸν ἔνθεο ζῆλο τοῦ Ἁγίου Στεφάνου καὶ ξεσήκωσε μερικοὺς ἀδελφοὺς ἐναντίον τοῦ Ἁγίου ἡγουμένου τους καὶ δημιούργησε ἔτσι μεγάλη ἀναταραχὴ στὴν ἀδελφότητα. Ὁ Ἅγιος ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν ἡγουμενία καὶ ἐκδιώχθηκε ἀναίτια ἀπὸ τὴ μονή. Ὡστόσο τὰ ὑπέμεινε ὅλα ἀγόγγυστα, χωρὶς παράπονο καὶ μνησικακία.
Ὁ Θεὸς ὅμως εὐλόγησε τόσο τὸν πιστὸ δοῦλο Του, ὥστε ὁ Ἅγιος Στέφανος ἀξιώθηκε νὰ χτίσει νέα μονὴ στὸ Κλόβ, μὲ πέτρινο ναὸ ἀφιερωμένο στὴν Κατάθεση τῆς Τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Ἡ ἀρετή του προσείλκυσε πολλὲς εὐσεβεῖς ψυχές, ποὺ ᾖλθαν κοντά του καὶ δέχθηκαν ἀπὸ τὰ τίμια χέρια του τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου ἁπλώθηκε σὲ ὅλη τὴ Ρωσικὴ γῆ. Γι’ αὐτό, ὅταν τὸ ἔτος 1091 ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ Βλαντιμὶρ κοιμήθηκε, ὁ Ἅγιος Στέφανος χειροτονήθηκε Ἀρχιερέας καὶ διάδοχός του στὸ Βλαντιμὶρ ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Κιέβου Ἰωάννη.
Ὁ Ἅγιος Στέφανος ποίμανε θεοφιλῶς τὸ ποίμνιό του καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1094.


Ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης «ἀρχαίας καὶ νέας»

Ἡ ἑορτὴ τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης, ἀναφέρεται στὸν Πατμιακὸ Κώδικα.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.


(†) ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ


(†) ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ

Η γιορτή της Ζωοδόχου Πηγής, που γιορτάζει η Εκκλησία μας την Παρασκευή της Διακαινησίμου (την πρώτη εβδομάδα μετά το Πάσχα), είναι η γιορτή της Παναγίας μας. Ονομάζεται δε έτσι, γιατί γέννησε τη Ζωή, που είναι ο Χριστός.
Η γιορτή, ανήκει, στις λεγόμενες Κινητές γιορτές και ονομάζονται έτσι, οι γιορτές, του Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου, που έχουν ως κέντρο την ημέρα του Πάσχα. Των κινητών γιορτών, η ημερομηνία, κάθε χρόνο αλλάζει, γιατί εξαρτώνται από την ημερομηνία, του Πάσχα. Όταν, το Πάσχα είναι πρώιμο, έρχονται και αυτές ενωρίτερα και όταν, το Πάσχα είναι όψιμο, αυτές έρχονται αργότερα. Γιορτάζεται, την ωραία εποχή της άνοιξης, μέσα στο κλίμα, της πασχαλινής χαράς και αγαλλίασης. Η Ζωοδόχος Πηγή, είναι μια γιορτή προς τιμή της Παναγίας, που δεν έχει σχέση με τη ζωή Της, όπως οι άλλες γνωστές, Θεομητορικές γιορτές. Η γιορτή αυτή έχει σχέση, με τις θαυμαστές επεμβάσεις της Παναγίας μας, για τη σωτηρία των ανθρώπων εκείνων, που την επικαλούνται, με πίστη.
Πριν, από 15 περίπου αιώνες, σε κάποια εξοχή της Κωνσταντινούπολης και σε κάποιο έρημο δρόμο, ένας δυστυχισμένος άνθρωπος, φώναζε «βοήθεια»! Κανείς δεν τον άκουγε, αλλά και όσοι τον άκουγαν, δεν του έδιναν, καμία σημασία. Για καλή του τύχη, όμως, πέρασε ένας άνθρωπος σπλαχνικός, μικρός, τιποτένιος, που κανείς δεν τον ήξερε και κανείς δεν έκανε λόγο, γι’ αυτόν. Ήταν, ένας ταπεινός άνθρωπος, που ασκούσε το επάγγελμα, του κρεοπώλη. Ήταν, ο Λέων ο Α΄ ο Θράξ, ο μετέπειτα αυτοκράτορας του Βυζαντίου. Μόλις άκουσε τη φωνή του δυστυχισμένου, που καλούσε απεγνωσμένα βοήθεια, έσπευσε να τον βρει και να τον βοηθήσει, όσο τουλάχιστο, μπορούσε. Βρήκε, σε ελεεινή κατάσταση, ένα άνθρωπο τυφλό, που κάποιος τον είχε κυριολεκτικά πετάξει, στον έρημο εκείνο τόπο, άσπλαχνα. Είχε, μείνει, μέρες νηστικός, ήταν, πεινασμένος, αλλά και διψασμένος. Το πρώτο, που ζήτησε ο τυφλός, από τον άγνωστο ευεργέτη του, ήταν λίγο νεράκι, γιατί το στόμα του, είχε στεγνώσει. Εκείνος, μπήκε μέσα στο δάσος και έψαχνε παντού να του βρει λίγο νερό. Μάταια, όμως, προσπαθούσε, γιατί δεν εύρισκε πουθενά. Όταν, άρχισε, σχεδόν να απελπίζεται, ακούει μια μυστηριώδη φωνή, που τον παρότρυνε να προχωρήσει ακόμη και θα βρει. Προχώρησε αρκετά μέσα στο δάσος, ψάχνοντας παντού, αλλά νερό δεν εύρισκε. Τότε, ακούγεται για δεύτερη φορά η μυστηριώδης φωνή, που του λέει, ότι το νερό είναι κοντά και σε λίγο, θα το βρει. Πράγματι, σε μικρή απόσταση από το σημείο, που βρίσκονταν, συνάντησε την πηγή, που έτρεχε γάργαρο, αλλά και δροσερό νερό. Έδωσε στο διψασμένο να πιεί και ήπιε και ευφράνθηκε. Τότε, ακούγεται, πάλι η φωνή που του λέει, πλύνε του τα μάτια και τότε θα μάθεις, αμέσως, ποια είμαι εγώ που κατοικώ σ’ αυτό το μέρος, εδώ και πολλά χρόνια. Ο τυφλός είδε το φως του, έγινε αμέσως καλά με τη βοήθεια της Παναγίας, που φανέρωσε έτσι, τη Ζωοδόχο Πηγή Της.
Όταν, αργότερα, ο Λέων έγινε αυτοκράτορας, δε λησμόνησε το περιστατικό αυτό και έσπευσε στον τόπο εκείνο και οικοδόμησε μεγαλοπρεπή Ναό, προς τιμή της Ζωοδόχου Πηγής, της Υπεραγίας Θεοτόκου. Ο Ναός αυτός το 1500 μ.Χ. κατέρρευσε και το 1833 μ.Χ. ο Πατριάρχης Κωνστάντιος ο Α΄ με άδεια του Σουλτάνου, τον έκτισε ξανά, πάνω στα ερείπια του παλαιού.
Οι αγιογράφοι της Εκκλησίας μας, προκειμένου, να αγιογραφήσουν την εικόνα της Παναγίας, της Ζωοδόχου Πηγής, μας παρουσιάζουν την Παναγία, μέσα σ’ ένα σιντριβάνι από το οποίο χύνεται άφθονο νερό και να κρατεί στην αγκαλιά της το Χριστό, που ευλογεί. Δύο άγγελοι τη στεφανώνουν και κρατούν ειλητάριο, που γράφει: « Χαίρε ότι υπάρχει βασιλέως καθέδρα, χαίρε ότι βαστάζεις τον Βαστάζοντα πάντα». Γύρω, από το σιντριβάνι, εικονίζονται, ο αυτοκράτορας και πολλοί ασθενείς, με ποικίλες ασθένειες. Στην άκρη, ζωγραφίζεται μια δεξαμενή με ψάρια, αφού η τοποθεσία, που χτίστηκε ο Ναός, λέγεται Μπαρουκλή, που σημαίνει, τόπος ψαριών.
Η ευλάβεια και η αγάπη του λαού της Κωνσταντινούπολης, προς τη Ζωοδόχο Πηγή, μεταδόθηκε σε όλους τους Ορθόδοξους λαούς και έτσι σε πολλά μέρη, ανεγέρθηκαν Ναοί, προς τιμή της Παναγίας «της Ζωοδόχου Πηγής», όπου επιτελούνται θαύματα, που στηρίζουν τους ανθρώπους, στην καθημερινή τους ζωή και στην πίστη τους, στο Θεό.


Απολυτίκιο της Γιορτής:
Η αναβλύζουσα Θείον ύδωρ αθάνατον, η προχέουσα ρείθρα ζωής αέναα. Τοις προστρέχουσι πιστώς, τη Ζωοδόχο σου Πηγή και ταύτα αρυομένοι, βραβεύεις νυν τε Παρθένε, ρώσιν και θεραπείαν, και συμφορών απολύτρωσιν.


Η ευεργεσία τών στερήσεων


Η ευεργεσία τών στερήσεων

Η Πατρίδα μας βρίσκεται σέ μιά δεινή οικονομική κατάσταση καί ήδη πολλές οικογένειες ζούν μέ μεγάλη ένδεια. Καί αυτό, χωρίς νά γίνη πόλεμος ή φυσικές καταστροφές ή ξηρασία.

Στά παληά τά χρόνια, όταν τά αγαθά εξαρτώντο άμεσα από τήν βροχή πού έστελνε τό χέρι τού Θεού, η ξηρασία ήταν σημείο αποστροφής τού Θεού, γι' αυτό καί δυνάμωνε πάντα τό κήρυγμα τών προφητών καί αργότερα τών Πατέρων, πού καλούσαν τόν λαό σέ μετάνοια. Ο Μ. Βασίλειος, π.χ., παρακινεί τούς Χριστιανούς νά «καταλογίσουν τήν συμφορά πρωταρχικώς στά αμαρτήματα». Αλλού ο Μ. Βασίλειος χαρακτηρίζει ως πραγματικά κακό μόνον τήν αμαρτία, τής οποίας αίτιος είναι αποκλειστικά ο άνθρωπος καί η προαίρεσή του, ενώ τά άλλα «κακά» –λιμός, δίψα, στέρηση κλπ.– τά θεωρεί φαινομενικά, πού μπορεί νά είναι αλγεινά στήν αίσθηση, αλλά έχουν δύναμη αγαθού, αφού είτε δοκιμάζουν τούς ανθρώπους είτε απομακρύνουν από τήν αμαρτία καί οδηγούν στήν σωτηρία.

Σήμερα, πού οι άνθρωποι ομοφώνως δέχθηκαν νά μήν περιμένουν από τό χέρι τού Θεού τά αγαθά τής γής, αλλά ανέθεσαν τήν προμήθεια αυτή στόν εαυτό τους, διά τής επιστήμης (τροποποιημένες καλλιέργειες, γεωτρήσεις, εργοστάσια τροφίμων κλπ.) καί τής οικονομίας (χρηματιστήρια –ακόμη καί τό σιτάρι έγινε χρηματιστηριακό αγαθό!–, τράπεζες, υπεραγορές) κλπ., σίγουρα δέν μπορεί νά θεωρηθή αίτιος τών κακών ο Θεός. Αντίθετα, δίνονται περισσότερα ερεθίσματα γιά αυτομεμψία καί μετάνοια. Θά γίνη, όμως, η σημερινή στέρηση αφορμή γιά επιστροφή στήν «πατρώα ευσέβεια» καί τήν τών (πνευματικών) «νόμων ακρίβεια»; Άν συμβή κάτι τέτοιο, τότε θά δικαιωθή ο λόγος τών Πατέρων καί θά έχουμε πλουτίσει ως λαός.

Πηγή: alopsis.gr


Νοικοκυρὰ διδάσκει τὸν Άγιο Χρυσόστομο πῶς νὰ κηρύττει


Νοικοκυρὰ διδάσκει τὸν Άγιο Χρυσόστομο πῶς νὰ κηρύττει

Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος εἶναι σχεδὸν ὁ μόνος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸν ὁποῖο γράφτηκε ἀπὸ τοὺς συγχρόνους καὶ τοὺς μεταγενεστέρους του ἕνας σημαντικὸς ἀριθμὸς βιογραφιῶν. Μέχρι στιγμῆς οἱ (βυζαντινὲς) βιογραφίες ποὺ ἔχουμε ξεπερνοῦν τὶς ὀκτώ. Μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς ἀποτελοῦν ἕνα εἶδος διασκευῆς ἀπὸ κάποια προηγούμενη, χωρὶς βέβαια δουλικὴ μίμηση τοῦ προτύπου. Κάποτε μέσα στὰ σχετικὰ κείμενα συναντᾶμε στοιχεῖα ἐντελῶς καινούργια καὶ ἴσως ἐντυπωσιακά. Τὸ πόσο ὅμως τὰ στοιχεῖα αὐτὰ εἶναι ἔγκυρα ἐπαφίεται στὴν ἐπιστημονικὴ ἱστορικὴ ἔρευνα νὰ τὸ ἐξακριβώσει. Πιθανότατα μερικὰ δὲν πρόκειται νὰ ἐπαληθευτοῦν. Ἐξάλλου, μερικὰ ἄλλα δημιουργοῦν τὴν ὑπόνοια ὅτι καταχωρήθηκαν ἀπὸ τὸ βιογράφο πρωτογενῶς γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσουν μιὰ κάποια καλῆς προθέσεως σκοπιμότητα. Προσγράφοντας ὁ βιογράφος μία ἄλφα ἢ βήτα συμπεριφορὰ στὸν βιογραφούμενο, διδάσκει ἔμμεσα ὅλους ἐκείνους ποὺ τιμοῦν τὸν ἅγιο ὅτι καὶ αὐτοὶ πρέπει νὰ τὸν μιμοῦνται στὴ ζωή τους καὶ νὰ συμπεριφέρονται ἀνάλογα.

Πιθανὸν κάτω ἀπὸ τέτοιες προϋποθέσεις κατέγραψε ὁ Κοσμᾶς Βεστήτωρ, ποὺ πρέπει νὰ ἔζησε στὸν 8ο ἢ 9ο αἰώνα, ἕνα περιστατικὸ τὸ ὁποῖο δὲ συναντιέται σὲ καμιὰ ἄλλη ἀπὸ τὶς βιογραφίες τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Μετὰ τὴν ἐξιστόρηση τῆς χειροτονίας τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου σὲ διάκονο καὶ στὴ συνέχεια σὲ πρεσβύτερο, μιλάει γιὰ τὸ συγγραφικό του ἔργο γιὰ νὰ καταλήξει ὅτι ὁ Χρυσόστομος ἦταν «προσομιλητὴς τοῦ λαοῦ καὶ ἑρμηνευτὴς τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς».

Στὴν ἑπόμενη παράγραφο ἀναφέρεται σ’ ἕνα περιστατικὸ ποὺ συνέβη μὲ μία ἁπλῆ γυναίκα τοῦ λαοῦ, ἡ ὁποία δὲν δίστασε νὰ διακόψει τὸν ἅγιο τὴν ὥρα ἀκριβῶς ποὺ ἔκανε κήρυγμα ἐπειδὴ δὲν τὸν καταλάβαινε:
«Μία μέρα ποὺ δίδασκε [ὁ Χρυσόστομος] καὶ μιλοῦσε στὸ λαὸ γιὰ τὴ σωτηρία του χρησιμοποίησε λέξεις μὲ θεωρητικὸ περιεχόμενο γιὰ νὰ ἐκφράσει βαθύτερες ἔννοιες. Τὴν ὥρα ἐκείνη μία γυναίκα τοῦ λαοῦ ἀπὸ τὸ ἀκροατήριό του μὲ δυνατὴ φωνὴ εἶπε τὸ ἑξῆς:
«Πάτερ μου, μακάριος εἶναι ὁ λόγος σου καὶ τὸ νόημα ποὺ ἀνέπτυξες. Μακάριοι εἶναι ἐπίσης κι ὅλοι αὐτοὶ ποὺ καταφέρνουν νὰ καταλάβουν τὰ λεγόμενά σου. Πρέπει ὅμως καὶ ἐμεῖς μὲ τὰ ἀδύνατα μυαλὰ νὰ καταλάβουμε τὰ θεοχαρίτωτα διδάγματά σου. Ἐγὼ ἄφησα ὅλες τὶς δουλειές μου στὸ σπίτι καὶ ἔτρεξα σὰν διψασμένο ἐλάφι γιὰ νὰ ξεδιψάσω ἀπὸ τὰ λόγια σου, ποὺ κυλοῦν σὰν εὐχάριστος χείμαρρος, καὶ νὰ ἀκούσω τὰ νοήματα τῆς διδασκαλίας σου, ποὺ ξεπηδοῦν σὰν πλούσια νερά. Φεύγω, ἐπειδὴ δὲν κατάφερα νὰ πάρω σταγόνα ἀπ’ αὐτὰ γιὰ ζημιὰ τῆς ψυχικῆς μου δίψας καὶ ἀφοῦ ἄφησα τὸ νοικοκυριό μου καὶ ἔχασα τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς μέρας μου μὲ ἀνώφελες φροντίδες».

Ὅταν τὰ ἄκουσε αὐτὰ ὁ «θεοφρων», μετέβαλε τὸν τρόπο διδασκαλίας του καὶ στὸ ἑξῆς ἔβαζε τὰ κατάλληλα φάρμακα στὶς πληγὲς τῶν τραυματιῶν.

Βουλγαράκης Ἠλίας


Πηγή: agiazoni.gr


28 Απριλίου Συναξαριστής


28 Απριλίου Συναξαριστής. Τῶν Ἁγίων ἐννέα Μαρτύρων, Μέμνονος Θαυματουργοῦ, Αὐξιβίου Β’ Ἐπισκόπου, διήγηση Θαύματος ἐν Καρθαγένῃ, Κυρίλλου Ἐπισκόπου, Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Καμαριώτισσας.


Οἱ Ἅγιοι ἐννέα Μάρτυρες ἐν Κυζίκῳ

Οἱ Ἅγιοι ἐννέα Μάρτυρες τῆς Κυζίκου, ὁ Ἀντίπατρος, Ἀρτεμᾶς, ὁ Θαυμάσιος, ὁ Θεόγνις, ὁ Θεόδουλος, ὁ Θεόστιχος, ὁ Μάγνος, ὁ Ροῦφος καὶ ὁ Φιλήμονας κατάγονταν ἀπὸ διάφορους τόπους. Συνελήφθηκαν ὅμως ὅλοι μαζὶ στὴν Κύζικο τὴν περίοδο τῶν διωγμῶν. Ὅταν ὁδηγήθηκαν μπροστὰ στὸν τοπικὸ ἄρχοντα ἐπέδειξαν θαυμαστὴ γενναιότητα καὶ ὑπερασπίσθηκαν μὲ παρρησία καὶ θάρρος τὴν πίστη τους. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ γιὰ νὰ καμφθεῖ τὸ σθένος τους, ρίχθηκαν στὴ φυλακή.
Ἐκεῖ χωρὶς νερὸ καὶ τροφὴ προσεύχονταν καὶ δοξολογοῦσαν τὸν Κύριό τους, ὁ Ὁποῖος τοὺς ἀξίωσε νὰ ὑποφέρουν γιὰ Ἐκεῖνον καὶ ὁ ἕνας ἔδινε θάρρος στὸν ἄλλον. Ὅταν ὁ ἄρχοντας τοὺς ρώτησε γιὰ τελευταία φορὰ ἐὰν ἐπιμένουν νὰ πιστεύουν στὸν Χριστό, ὅλοι μὲ ἕνα στόμα καὶ μία καρδιὰ τοῦ ἀπάντησαν ὅτι προτιμοῦν τὸ μαρτύριο ἀπὸ τὸ νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Πλάστη καὶ Δημιουργὸ καὶ Σωτῆρα τοῦ κόσμου. Ἔξαλλος ἀπὸ ὀργὴ ὁ ἄρχοντας διέταξε ἀμέσως τὸν ἀποκεφαλισμό τους. Ἔτσι τελειώθηκε ὁ βίος τους καὶ οἱ Ἅγιοι ἔλαβαν τὸν ἁμαράντινο στέφανο τῆς δόξας.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τὴ συμφωνία, ἐννεάριθμος, Μαρτύρων δῆμος, ἐν Κυζίκῳ ἱερῶς ἠνδραγάθησε, τὸν γὰρ Ὑπέρθεον Λόγον κηρύξαντες, ὑπὲρ αὐτοῦ ὡς ἀμνοὶ σφαγιάζονται, ὅθεν ἄφεσιν, αἰτοῦνται ἠμὶν καὶ ἔλεος, τοὶς μέλπουσιν αὐτῶν τὴν θείαν ἄθλησιν.



Ὁ Ὅσιος Μέμνων ὁ Θαυματουργὸς

Ὁ Ὅσιος Μέμνων ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ ἀφιέρωσε τὸν ἑαυτό του στὸν Θεό. Ἐκάρη μοναχὸς καὶ μὲ τοὺς ἀσκητικούς του ἀγῶνες ὑπέταξε τὴ σάρκα στὸ πνεῦμα. Οἱ ἀδελφοὶ τῆς σκήτης, ἀναγνωρίζοντας τὶς πλούσιες ἀρετές του καὶ τὴν ἐπίπονη ἄσκησή του, τὸν ἐξέλεξαν ἡγούμενό τους. Ὁ Θεὸς τὸν τίμησε καὶ μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Ἔτσι ὁ Ὅσιος θεράπευε ἀνίατα πάθη καὶ ἀσθένειες πρὸς δόξα Θεοῦ.
Ὁ Ὅσιος Μέμνων κοιμήθηκε εἰρηνικά.



Ὁ Ἅγιος Αὐξίβιος Β’ Ἐπίσκοπος Σόλων τῆς Κύπρου

Ὁ Ἅγιος Αὐξίβιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ ἔζησε κατὰ τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. Ἦταν Ἐπίσκοπος Σόλων καὶ ὑπογράφει πρῶτος, μεταξὺ δώδεκα Κυπρίων Ἐπισκόπων, τὰ Πρακτικὰ τῆς Συνόδου τῆς Σαρδικῆς, τὸ 343 μ.Χ., ἐνῷ νωρίτερα, τὸ ἔτος 325 μ.Χ., εἶχε λάβει μέρος καὶ στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνῆλθε στὴ Νίκαια.
Ὁ Ἅγιος Αὐξίβιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.



Διήγηση γενομένου θαύματος ἐν Καρθαγένῃ Βορείου Ἀφρικῆς

Κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἡρακλείου (610-641 μ.Χ.) καὶ ὅταν ἔξαρχος Ἀφρικῆς ἦταν ὁ πατρίκιος Νικήτας, ἔγινε ἐκεῖ ἕνα περίεργο θαῦμα. Στὴν Καρθαγένη ζοῦσε κάποιος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος, ὅταν ἔπεσε στὴν πόλη αὐτὴ ἡ ἐπιδημία, ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖ μὲ τὴν σύζυγό του. Πῆγαν στὴν ἐξοχική τους κατοικία, ὅπου καὶ διέμεναν γιὰ νὰ μὴν ἀσθενήσουν. Ἀλλὰ ὁ φθονερὸς καὶ ἀνθρωποκτόνος διάβολος παρέσυρε αὐτὸ τὸν ἄνθρωπο στὴν ἁμαρτία καὶ τὸν ὁδήγησε στὸ νὰ διαπράξει μοιχεία μὲ τὴ σύζυγο τοῦ γεωργοῦ, ὁ ὁποῖος τοῦ καλλιεργοῦσε τὰ κτήματα. Στὴν συνέχεια ἀσθένησε καὶ πέθανε.
Ὕστερα ὅμως ἀπὸ τρεῖς ὧρες ἀφότου τὸν ἐνταφίασαν, ἄρχισε νὰ φωνάζει μέσα ἀπὸ τὸν τάφο καὶ νὰ λέγει: «Ἐλεῆστε μέ, ἐλεῆστε μέ». Ἀφοῦ ἄνοιξαν λοιπὸν τὸν τάφο, τὸν βρῆκαν ζωντανό, χωρὶς ὅμως νὰ μπορεῖ νὰ μιλήσει. Ὁ παρευρισκόμενος δὲ ἐκεῖ Ἐπίσκοπος Ἀφρικῆς Θαλάσσιος τὸν ἐνίσχυσε μὲ λόγια παραμυθητικά.
Ὅταν πέρασαν τέσσερις ἡμέρες, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἄρχισε νὰ ὁμιλεῖ καὶ διηγήθηκε τὰ ἀκόλουθα: «Τὴν στιγμὴ ποὺ ἔβγαινε ἡ ψυχή μου ἀπὸ τὸ σῶμα μου, ἔβλεπα τοὺς δαίμονες, σὰν Αἰθίοπες, νὰ βρίσκονται πλησίον μου καὶ νὰ ἔχουν ὄψη ποὺ προκαλοῦσε τὸν τρόμο καὶ τὴν φρίκη. Στὴν συνέχεια εἶδα δυὸ Ἀγγέλους μὲ τὴν μορφὴ ὡραίων νέων, οἱ ὁποῖοι μὲ πλησίασαν καὶ μὲ τὴν παρουσία τους χάρηκε ἡ ψυχή μου. Οἱ Ἄγγελοι μὲ πῆραν μαζί τους, καθὼς ἀνέβαιναν στὸν οὐρανό. Τότε οἱ δαίμονες ἐξέταζαν κάθε ἁμαρτία μου. Καὶ συγκεκριμένα, ἄλλος δαίμονας ἐξέταζε τὸ ψεῦδος, ἄλλος τὸν φθόνο καὶ ἄλλος τὴν πλεονεξία. Στὶς ἁμαρτίες μου δὲ αὐτές, ποὺ ἐξέταζαν τὰ δαιμόνια, οἱ Ἄγγελοι ἀντέτασσαν τὶς ἀγαθές μου πράξεις.
Ὅταν φθάσαμε στὴν πύλη τοῦ οὐρανοῦ, μᾶς συνάντησε τὸ τάγμα τῶν διαβόλων ποὺ ἐξετάζει τὸ ἁμάρτημα τῆς πορνείας καὶ ἀποκάλυψε τὴ μοιχεία ποὺ εἶχα διαπράξει πρὶν ἀπὸ λίγες ἡμέρες. Οἱ δαίμονες δὲ τοῦ τάγματος τῆς πορνείας νίκησαν καὶ μὲ τράβηξαν στὰ ἔγκατα τῆς γῆς, ὅπου κολάζονται οἱ ψυχὲς τῶν ἀμετανοήτων. Καὶ τὸ τί συμβαίνει ἐκεῖ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὸ περιγράψει ἀνθρώπινη γλῶσσα.
Ἐνῷ λοιπὸν θρηνοῦσα γιὰ τὸ κατάντημά μου, ἐμφανίσθηκαν οἱ δυὸ Ἄγγελοι, στοὺς ὁποίους κλαίγοντας εἶπα: «Σπλαχνισθεῖτε με καὶ βοηθῆστε με νὰ μετανοήσω». Τότε μὲ πῆραν καὶ μὲ ἔβαλαν στὸν τάφο. Ἐκεῖ βρῆκα τὸ σῶμα μου σὰν λάσπη καὶ βόρβορο καὶ δὲν ἤθελα νὰ εἰσέλθω σὲ αὐτό. Ἐκεῖνοι ὅμως μοῦ εἶπαν ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μετανοήσω μὲ ἄλλο τρόπο, παρὰ μαζὶ μὲ τὸ σῶμα μου, μὲ τὸ ὁποῖο διέπραξα τὴν ἁμαρτία. Τότε λοιπὸν εἰσῆλθα στὸ σῶμα μου καί, ἀφοῦ ἑνώθηκε πάλι ἡ ψυχὴ μὲ αὐτό, ἄρχισα νὰ φωνάζω».
Αὐτὰ διηγήθηκε ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος καί, ἀφοῦ ἔζησε χωρὶς τροφὴ ἐπὶ σαράντα ἡμέρες κλαίγοντας καὶ ὀδυρόμενος γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, πέθανε.

Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἐπίσκοπος Τούρωφ

Ὁ Ἅγιος Κύριλλος γεννήθηκε ἀπὸ πλούσιους γονεῖς τὴν τρίτη δεκαετία τοῦ 12ου αἰῶνα μ.Χ. στὴν πόλη Τούρωφ, στὸν ποταμὸ Προπάιατ. Ἀπὸ πολὺ νωρὶς ὁ Ἅγιος Κύριλλος μὲ ἔνθερμο ζῆλο μελετοῦσε τὰ ἱερὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοὺς Πατέρες. Σπούδασε μάλιστα καὶ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα.
Ὅταν ὡρίμασε, ἀρνήθηκε τὴν πατρική του κληρονομιὰ καὶ ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια. Ἐκάρη μοναχὸς στὸ μοναστῆρι τῶν Ἁγίων Βόριδος καὶ Γκλέμπ, στὸ Τούρωφ. Ἀσκήθηκε πάρα πολὺ στὴ νηστεία καὶ στὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ δίδασκε μὲ τὸν τρόπο του τὴν ὑπακοή. Ἔλεγε δὲ ὅτι ὁ μοναχὸς ὁ ὁποῖος δὲν ὑπακούει στὸν ἡγούμενο, δὲν ὁλοκληρώνει τὴν μοναχική του ὑπόσχεση καὶ ἔτσι δὲν μπορεῖ νὰ σωθεῖ. Ἔχουν μάλιστα διασωθεῖ καὶ τρία συγγράμματα τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου σχετικὰ μὲ τὸν μοναχικὸ βίο καὶ τὴν πολιτεία τῶν μοναχῶν.
Μετὰ ἀπὸ κάποιο χρονικὸ διάστημα, ὁ Ἅγιος ἔζησε ὡς στυλίτης καὶ ἐντρύφησε πολὺ στὴν Ἁγία Γραφή. Καὶ πολλοὶ ἄνθρωποι τὸν ἐπισκέπτονταν γιὰ συμβουλὲς στὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ καθοδήγηση.
Λόγω τῆς ἁγιότητας τοῦ βίου του ὁ Ἅγιος ἀσκητὴς ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Τούρωφ ἔχοντας πάντα συναίσθηση τοῦ ὑψηλοῦ ἱεραρχικοῦ ἀξιώματος, στὸ ὁποῖο ὁ Κύριος τὸν εἶχε καλέσει.
Τὸ ἔτος 1169, ὁ Ἅγιος Κύριλλος συμμετεῖχε σὲ μία Σύνοδο καὶ ἐπέκρινε τὸν Ἐπίσκοπο Θεόδωρο, ὁ ὁποῖος κατεῖχε τὴν καθέδρα τοῦ Βλαντιμὶρ καὶ τῆς Σουζδαλίας καὶ ὁ ὁποῖος ἐπιθυμοῦσε νὰ χωρισθεῖ ἀπὸ τὴν κανονικὴ δικαιοδοσία τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας τοῦ Κιέβου.
Ἡ ἀγάπη του γιὰ τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ἀπομόνωση τὸν ὁδήγησε σὲ παραίτηση ἀπὸ τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο. Ἔτσι ἀφιερώθηκε πλήρως στὴν ἄσκηση καὶ τὴν συγγραφὴ πνευματικῶν ἔργων.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1183. Οἱ σύγχρονοί του τὸν θεωροῦσαν ὡς τὸν Χρυσόστομο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας. Ἐκεῖνος ὅμως ταπεινὰ ἔγραφε γιὰ τὸν ἑαυτό του: «Δὲν εἶμαι θεριστής, παρὰ μαζεύω τὰ δεμάτια τῶν σιτηρῶν».


Πηγή: http://xristianos-gox-orthodoxos.blogspot.gr/


Παιδική προσευχούλα για τα άρρωστα παιδιά



Παιδική προσευχούλα για τα άρρωστα παιδιά

Έχω μια φίλη. Είναι καλή και την αγαπώ πολύ. Κάνουμε παρέα στα διαλείμματα. Παίζουμε μαζί. Την κερνώ και με κερνά. Και επειδή είναι πιο έξυπνη από μένα, με βοηθάει και στα μαθήματα μερικές φορές.

Όμως τώρα έχει μέρες να έρθει στο σχολείο… Είναι άρρωστη…
Πήγα στο σπίτι της και την είδα. Είναι αδύνατη και κίτρινη.
Έμαθα πως έχει μια μεγάλη αρρώστια. Και δύσκολη πολύ.
Οι γιατροί προσπαθούν οι καϋμένοι, μα δεν τα καταφέρνουν να τη νικήσουν και να κάνουν καλά τη φίλη μου.

Σε παρακαλώ, Χριστέ μου, εδύ που γιάτρευες τους αρρώστους μ’ ένα σου λόγο μονάχα, κάνε καλά και το φίλο μου, να ξανάρθει στο σχολείο. Τον αγαπώ πολύ, γι’ αυτό σε παρακαλώ πολύ.


Πηγή: Προσευχητάριο για παιδιά, έκδοσις Ιεράς Γυναικείας Κοινοβιακής Μονής “Άγιος Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης”, Άγ. Στέφανος Αττικής, σελ. 106

Οι Ι. Κανόνες της Εκκλησίας, που αναφέρονται στην απαγόρευση συμπροσευχής με αιρετικούς


Οι Ι. Κανόνες της Εκκλησίας, που αναφέρονται στην απαγόρευση συμπροσευχής με αιρετικούς:

1. Κανών Ι' των Αγ. Αποστόλων: "Ει τις ακοινωνήτω, καν εν οίκω συνεύξηται, ούτος αφοριζέσθω"
2. Κανών ΙΑ΄ των Αγ. Αποστόλων: "Ει τις καθηρημένω, κληρικός ων, κληρικώ συνεύξηται, καθαιρείσθω και αυτός".
3. Κανών ΜΕ' των Αγ. Αποστόλων: "Επίσκοπος, ή Πρεσβύτερος, ή Διάκονος αιρετικοίς συνευξάμενος, μόνον, αφοριζέσθω, ει δε επέτρεψεν αυτοίς, ως Κληρικοίς ενεργήσαί τι, καθαιρείσθω"
4. Κανών ΞΔ' των Αγ. Αποστόλων: "Ει τις Κληρικός, ή Λαϊκός εισέλθοι εις συναγωγήν Ιουδαίων, ή αιρετικών προσεύξασθαι, και καθαιρείσθω, και αφοριζέσθω"
5. Κανών ΟΑ' των Αγ. Αποστόλων: "Ει τις Χριστιανός έλαιον απενέγκοι εις ιερόν εθνών, ή εις συναγωγήν Ιουδαίων εν ταις εορταίς αυτών, ή λύχνους άπτοι, αφοριζέσθω"
6. Κανών ΣΤ' της εν Λαοδικεία Τοπικής Συνόδου: "Περί του, μη συγχωρείν τοις αιρετικοίς εισιέναι εις τον οίκον του Θεού, επιμένοντας τη αιρέσει"
7. Κανών Θ' της εν Λαοδικεία Τοπικής Συνόδου: "Περί του, μη συγχωρείν εις τα κοιμητήρια, ή εις τα λεγόμενα μαρτύρια πάντων των αιρετικών απιέναι τους της Εκκλησίας, ευχής ή θεραπείας ένεκα, αλλά τους τοιούτους, εάν ώσι πιστοί, ακοινωνήτους γίνεσθαι μέχρι τινός, μετανοούντας δε, και εξομολογουμένους εσφάλθαι, παραδέχεσθαι"
8. Κανών ΛΒ' της εν Λαοδικεία Τοπικής Συνόδου: "Ότι ου δεί αιρετικών ευλογίας λαμβάνειν, αίτινές εισιν αλογίαι μάλλον, ή ευλογίαι"
9. Κανών ΛΓ' της εν Λαοδικεία Τοπικής Συνόδου: "Ότι ου δεί αιρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι"
10. Κανών ΛΔ' της εν Λαοδικεία Συνόδου. Ότι ου δεί πάντα χριστιανόν εγκαταλείπειν μάρτυρας Χριστού και απιέναι προς τους ψευδομάρτυρας, τουτέστιν αιρετικών, ή αυτούς προς τους προειρημένους αιρετικούς γενομένους• Ούτοι γαρ αλλότριοι του Θεού τυγχάνουσιν. Έστωσαν ουν ανάθεμα οι απερχόμενοι προς αυτούς.
11. Κανών ΛΖ' της εν Λαοδικεία Τοπικής Συνόδου: "Ότι ου δεί παρά των Ιουδαίων ή αιρετικών τα πεμπόμενα εορταστικά λαμβάνειν, μηδέ συνεορτάζειν αυτοίς"


H ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ


H ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ
ΟΣΙΟΥ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥ

Από τις προσευχές που μας παρέδωσαν οι άγιοι, η ευχή του Ιησού, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με», είναι η πιο εύχρηστη, λόγω της συντομίας της, και η πιό καρποφόρα, όταν επιτελείται αδιάλειπτα μέσα στην καρδιά. Αλλά για να κατορθωθεί και να καρποφορήσει η ευχή του Ιησού -και να καρποφορήσει σημαίνει να εξορίσει από την καρδιά τα πάθη και τους δαίμονες και να εγκαταστήσει σ’ αυτήν το Χριστό- χρειάζεται πολύς καιρός και πολλή βία, δηλαδή, εντατικός ψυχοσωματικός αγώνας. Με τη βία φτάνει ο άνθρωπος από τη μη καθαρή προσευχή -εκείνη που συμπλέκεται με τις εμπαθείς μνήμες και τους λογισμούς- στην καθαρή και αρρέμβαστη προσευχή. Σ’ αυτή την προσευχή, τη μόνη αληθινή, ο νους, παραμένοντας μέσα στην καρδιά, είναι προσκολλημένος αποκλειστικά στο Θεό, αφού κατόρθωσε ν’ απαλλαγεί από κάθε περισπασμό.

Οι μικρές προσευχές, οι λιγόλογες και περιεκτικές, βοηθούν πολύ το νου να συγκεντρωθεί, γι’ αυτό οι άγιοι πατέρες συνήθιζαν να τις επαναλαμβάνουν αδιάλειπτα. Με τη συνεχή επανάληψη ανάγκαζαν το νου τους να παραμένει δεμένος με το όνομα του Κυρίου και σκόρπιζαν όλους τους λογισμούς. Οι μικρές αυτές προσευχές ήταν διάφορες. Ο αββάς Κασσιανός μας πληροφορεί, ότι στην Αίγυπτο χρησιμοποιούσαν τον ψαλμικό στίχο: «Ο Θεός, εις την βοήθειάν μου πρόσχες- Κύριε, εις το βοηθήσαί μοι σπεύσον» (Ψαλμ. 69:2). Ο άγιος Ιωαννίκιος δοξολογούσε συνέχεια την Αγία Τριάδα: «Η ελπίς μου ο Πατήρ, καταφυγή μου ο Υιός, σκέπη μου το Πνεύμα το Άγιον. Τριάς Αγία, δόξα σοι». Και ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος γράφει για έναν ασκητή, που νύχτα-μέρα προσευχόταν με τούτα μόνο τα λόγια: «Εγώ ως άνθρωπος ήμαρτον, συ δε ως Θεός συγχώρησον». Αναμφίβολα θα υπήρχαν και πολλές άλλες σύντομες προσευχές. Τελικά, όμως, επικράτησε η ευχή του Ιησού, που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα από μοναχούς και λαϊκούς.

Μεγάλη είναι η σπουδαιότητα της ευχής, γιατί, με τη σωστή άσκησή της, επιτυγχάνεται η επιστροφή του νου στην καρδιά -ή, μ’ άλλα λόγια, η ενοποίηση της ουσίας του νου με την ενέργειά του, που διασκορπίζεται προς τα έξω μέσω των αισθητηρίων- και στη συνέχεια η ανάβασή του ως το Θεό. Αν ο νους, μετά την ανάβασή του στο Θεό, παραμένει σταθερά σ’ Αυτόν, αποκτά την αδιάλειπτη μνήμη Του.

Στην πιστή καρδιά η μνήμη του Θεού συνοδεύεται φυσιολογικά από τα αισθήματα της ευσέβειας, της ευγνωμοσύνης, της ελπίδας, της απόλυτης εμπιστοσύνης στο θείο θέλημα και άλλα παρόμοια. Επειδή τα αισθήματα αυτά είναι πνευματικά, η ευχή του Ιησού, που γεννά και συγκρατεί τη μνήμη του Θεού, ονομάζεται πνευματική προσευχή. Όταν, όμως, δεν συνοδεύεται από πνευματικά αισθήματα, είναι απλά μια λογική προσευχή.

Η προσεκτική, καθαρή και αρρέμβαστη ευχή γεννάει κάποια θερμότητα μέσα μας. Είναι η φωτιά που ανάβει ο Θεός στα χωράφια των καρδιών μας, κατακαίγοντας τα αγκάθια των παθών και των δαιμόνων και γεμίζοντάς τα με το πνεύμα και τη χάρη Του. Μέσα σ’ αυτή τη θερμότητα και την καθαρή προσευχή γεννιέται στην καρδιά ο θείος έρωτας για τον Ιησού. Βλέπετε, από όλες τις αρετές πιο πολύ η προσευχή εμπνέει στον άνθρωπο τον θειο έρωτα, επειδή φτερώνει το νου και τον ανεβάζει ως το Θεό.

(Αγ. Θεοφάνους του Εγκλείστου, «Ο δρόμος της ζωής», Ι.Μ.Παρακλήτου)

Πηγή: thesvitis.blogspot.com

Γιατί ντρέπεσαι να εξομολογηθείς;


Γιατί ντρέπεσαι να εξομολογηθείς;


Η ντροπή στην Εξομολόγηση έρχεται από τον σατανά πού παρακολουθεί άγρυπνος τί θα κάνουμε...

Ντρέπεσαι λοιπόν και κοκκινίζεις να ομολογήσεις τις αμαρτίες σου; Αλλά και αν ακόμα έπρεπε να τις ομολογείς μπροστά στους ανθρώπους και να εξευτελίζεσαι, ούτε και τότε θα έπρεπε να ντρέπεσαι διότι ντροπή και αισχύνη είναι το να αμαρτάνεις, και όχι το να ομολογείς τις αμαρτίες σου...

Γνωρίζω και εγώ ότι δεν ανέχεται η συνείδηση την ενθύμηση των αμαρτιών μας. Διότι αν θυμηθούμε μόνον τις αμαρτίες μας η ψυχή μας αναπηδά όπως ακριβώς αναπηδά κάποιο αδάμαστο και δύστροπο πουλάρι.

Όμως συγκράτησε, χαλιναγώγησε, χάιδευσε τη ψυχή με το χέρι, κάνε τη ήμερη, πείσε την, ότι αν δεν εξομολογηθεί τώρα στον ιερέα, θα αναγκαστεί να εξομολογηθεί εκεί όπου είναι περισσότερη η τιμωρία, όπου είναι μεγαλύτερος ο παραδειγματισμός.

Εδώ το δικαστήριο είναι χωρίς μάρτυρα και δικαστής του εαυτού σου είσαι συ ο οποίος αμάρτησες· εκεί όμως θα παρευρίσκεται όλο το πλήθος της οικουμένης αν δεν προλάβουμε να τα σβήσουμε εδώ.

Ντρέπεσαι να ομολογήσεις τα αμαρτήματα; Να ντρέπεσαι τότε και να τα διαπράτεις!

Εμείς όμως όταν διαπράττουμε αυτά τολμάμε να τα διαπράττουμε κατά τρόπον αναίσχυντο και προκλητικό όταν όμως πρόκειται να τα ομολογήσουμε, τότε ντρεπόμαστε και αποφεύγουμε, ενώ έπρεπε να κάνομε τούτο με μεγάλη προθυμία. Διότι δεν είναι ντροπή το να κατηγορείς τα αμαρτήματα, αλλά δικαιοσύνη και αρετή εάν δεν ήταν δικαιοσύνη και αρετή δεν θα έδινε γι’ αυτήν ο Θεός αμοιβή.

Το ότι πράγματι έχει αμοιβές η εξομολόγηση, άκουσε τί λέγει «Λέγε πρώτος εσύ τα αμαρτήματά σου για να δικαιωθείς». Ποιός ντρέπεται να πράξει κάτι από το οποίο θα γίνει δίκαιος; Ποιός ντρέπεται να ομολογήσει τα αμαρτήματα, για να απαλλάξει τον εαυτόν του από τα αμαρτήματα; Μήπως σε προτρέπει να τα ομολογήσεις για να σε τιμωρήσει; Όχι βέβαια για να τιμωρήσει, αλλά για να συγχωρήσει.

Στα κοσμικά δικαστήρια συμβαίνει να επέρχεται η τιμωρία μετά την ομολογία της ενοχής. Για τούτο και ο ψαλμός υποπτευόμενος ακριβώς αυτό, μη τυχόν δηλαδή φοβούμενος κανείς τιμωρία μετά την εξομολόγηση αρνηθεί να εξομολογηθεί τα αμαρτήματά του, λέγει· «εξομολογηθείτε στον Κύριο τα αμαρτήματά σας, διότι είναι αγαθός, διότι το έλεος αυτού μένει εις τον αιώνα».

Μήπως (νομίζεις ότι ο Θεός) δεν γνωρίζει τα αμαρτήματα σου, εάν εσύ δεν τα ομολογήσεις;

Λοιπόν τί περισσότερο γίνεται σε σένα όταν δεν τα ομολογείς; Μήπως μπορείς να διαφύγεις την προσοχή του;

Και αν ακόμα δεν τα πεις εσύ, εκείνος τα είδε· αν δε τα πεις εσύ εκείνος τα λησμονεί. Διότι λέγει· «Ιδού εγώ είμαι ο Θεός εκείνος ο οποίος από αγάπη εξαλείφω τις αμαρτίες σου, και δεν τις ενθυμούμαι».

Βλέπεις; «Εγώ δεν θα τις ενθυμηθώ» λέγει· διότι τούτο είναι ίδιον της φιλανθρωπίας· συ να τις θυμηθείς για να σου γίνει αφορμή σωφρονισμού.

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου


Εὐχὴ Μυστική


Εὐχὴ Μυστική

Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος


Δι’ ἧς ἐπικαλεῖται τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ὁ αὐτὸ προορῶν


Πρόσκληση

Ἔλα, τὸ φῶς τὸ ἀληθινό,
ἔλα, ἡ αἰώνια ζωή,
ἔλα, τὸ ἀπόκρυφο μυστήριο,
ὁ ἀνώνυμος θησαυρός,
τὸ ἀνεκφώνητο πράγμα,
τὸ ἀκατανόητο πρόσωπο,
ἡ παντοτινὴ ἀγαλλίαση, 
τὸ ἀνέσπερο φῶς,
ἔλα, ἡ ἀληθινὴ προσδοκία
αὐτῶν ποὺ μέλλουν νὰ σωθοῦν.

Ἔλα, τῶν πεσμένων ἡ ἔγερση,
ἔλα, τῶν νεκρῶν ἡ ἀνάσταση.
Ἔλα, Δυνατέ, ποὺ δημιουργεῖς,
μεταπλάθεις κι ἀλλοιώνεις τὰ πάντα
μὲ μόνη τὴ θέλησή σου!

Ἔλα, ἀόρατε, ἀνέγγιχτε κι ἀψηλάφητε.
Ἔλα, σὺ ποὺ μένεις πάντα ἀμετακίνητος,
μὰ κάθε στιγμὴ μετακινεῖσαι ὁλόκληρος,
γιὰ νὰ 'ρθεις σέ μᾶς, ποὺ κειτόμαστε στὸν ἅδη,
ὁ ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν.

Ἔλα, πολυπόθητο καὶ πολυθρύλητο ὄνομα,
ποὺ ὅμως ἀδυνατοῦμε νὰ περιγράψουμε
τί ἤσουν ἀκριβῶς,
ἢ νὰ γνωρίσουμε τὴν οὐσία καὶ τὶς ἰδιότητές σου.

Ἔλα, παντοτινὴ χαρά,
ἔλα, ἀμαράντινο στεφάνι,
ἔλα, πορφύρα τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ βασιλιᾶ μας.

Ἔλα, κρυστάλλινη ζώνη διαμαντοστόλιστη,
ἔλα, ἀπλησίαστο ὑπόδημα,
ἔλα βασιλικὴ ἁλουργίδα
κι ὄντως αὐτοκρατορικὴ δεξιά!

Ἔλα, σὺ ποὺ πόθησε καὶ ποθεῖ
ἡ ταλαίπωρή μου ψυχή,
ἔλα, σὺ ὁ Μόνος
πρὸς ἐμένα τὸν μόνο
γιατί, καθὼς βλέπεις
εἶμαι μόνος!…

Ἔλα, σὺ ποὺ μὲ ξεχώρισες ἀπ' ὅλα
καὶ μ' ἔκανες μοναδικὸ πάνω στὴ γῆ.
Ἔλα, σὺ ποὺ ἔγινες ὁ πόθος τῆς ψυχῆς μου
καὶ μ' ἀξίωσες νὰ σὲ ποθήσω
τὸν ἀπρόσιτο παντελῶς!

Ἔλα, πνοή μου καὶ ζωή,
ἔλα τῆς ταπεινῆς μου ψυχῆς παρηγοριά,
ἔλα, χαρὰ καὶ δόξα μου κι' ἀτέλειωτη τρυφή.



Εὐχαριστία


Σ' εὐχαριστῶ, ποὺ ἔγινες ἕνα πνεῦμα μαζί μου
ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως κι ἀναλλοιώτως,
Θεὲ τοῦ παντός,
κι' ἔγινες γιὰ χάρη μου τὰ πάντα σὲ ὅλα:
Τροφὴ ἀνεκλάλητη ποὺ ποτὲ δὲν τελειώνει,
ποὺ ξεχύνεται ἀκατάπαυστα
ἀπὸ τῆς ψυχῆς μου τὰ χείλη
καὶ πλούσια ἀναβλύζει
ἀπ' τὴν πηγὴ τῆς καρδιᾶς μου.

Ἔνδυμα, ποὺ ἀστράφτει
καὶ καταφλέγει τοὺς δαίμονες.
κάθαρση, ποὺ μὲ πλένεις
μὲ τ' ἄφθαρτα κι' ἅγια δάκρυα
ποὺ ἡ παρουσία σου χαρίζει
σ' ὅσους ἐπισκεφθεῖς.

Σ' εὐχαριστῶ, γιατί γιὰ χάρη μου ἔγινες
ἀνέσπερο φῶς καὶ ἥλιος ἀβασίλευτος,
ποὺ δὲν ἔχεις ποῦ νὰ κρυφτεῖς,
ἀφοῦ γεμίζεις μὲ τὴ δόξα σου τὰ σύμπαντα.

Ποτὲ δὲν κρύφτηκες ἀπὸ κανένα
ἀλλ' ἐμεῖς κρυβόμαστε πάντοτε ἀπὸ σένα,
μὴ θέλοντας ναρθοῦμε κοντά σου.

Μὰ ποῦ νὰ κρυφτεῖς
ἀφοῦ πουθενὰ δὲν ὑπάρχει τόπος
γιὰ τὴν κατάπαυσή σου;

Καὶ γιατί νὰ κρυφτεῖς
ἐσὺ ποὺ δὲν ἀποστρέφεσαι κανένα
οὔτε κανένα ντρέπεσαι;

Καὶ τώρα, σὲ ἱκετεύω, Δέσποτά μου,
ἔλα νὰ στήσεις τὴ σκηνή σου στὴν καρδιά μου,
νὰ κατοικήσεις καὶ νὰ μείνεις ἐντός μου
ἀχώριστος κι ἑνωμένος μέχρι τέλους
μὲ μένα τὸν δοῦλο σου, ἀγαθέ,
γιὰ νὰ βρεθῶ κι' ἐγὼ
στὴν ἔξοδό μου κι ἔπειτα ἀπ' αὐτὴν στοὺς αἰῶνες
κοντά σου Ἀγαπημένε,
καὶ νὰ βασιλέψω μαζί σου
Θεὲ τοῦ παντός!


Ἱκεσία

Μεῖνε, Κύριε, καὶ μὴ μ' ἀφήσεις μόνο.
Θέλω, ὅταν ἔρθουν οἱ ἐχθροί μου,
Ποὺ ζητοῦν νὰ καταπιοῦν τὴν ψυχή μου,
νὰ σὲ βροῦν μέσα μου,
καὶ νὰ φύγουν γιὰ πάντα,
γιὰ νὰ μὴ μπορέσουν ξανὰ νὰ μὲ βλάψουν
βλέποντάς σε τὸν ἰσχυρότερο πάντων
νὰ κάθεσαι στὸν οἶκο τῆς ταπεινῆς μου ψυχῆς.
Ναί, Δέσποτα,
ὅπως μὲ θυμήθηκες ὅταν ζοῦσα στὸν κόσμο
καὶ χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω
μὲ διάλεξες ἐσύ, μὲ χώρισες ἀπ' τὸν κόσμο
καὶ μ' ἔκανες κοινωνὸ τῆς θείας σου δόξης,
ἔτσι καὶ τώρα φύλαξέ με
πάντοτε σταθερὸ κι ἀμετακίνητο
στὴν ἐνοίκησή σου ἐντός μου.

Βλέποντάς σε ἀδιάκοπα ἐγὼ ὁ νεκρὸς
θ' ἀνασταίνομαι καὶ θὰ ζῶ,
ἔχοντάς σε ἐγὼ ὁ φτωχὸς
θὰ πλουτίζω διαρκῶς
καὶ θὰ γίνω πλουσιότερος
ἀπ' ὅλους τοὺς βασιλιάδες.
καὶ θὰ σὲ τρώγω καὶ θὰ σὲ πίνω
καὶ θὰ σὲ ντύνομαι κάθε ὥρα,
ὥστε νὰ ζῶ καὶ τώρα καὶ πάντα
ἐντρυφώντας σὲ ἀνεκλάλητα ἀγαθά.

Γιατί ἐσὺ εἶσαι
κάθε ἀγαθὸ καὶ κάθε δόξα καὶ κάθε τρυφὴ
καὶ σὲ σένα πρέπει ἡ δόξα
στὴν Ἁγία καὶ Ὁμοούσιο καὶ Ζωοποιὸ Τριάδα,
ποὺ ὅλοι οἱ πιστοὶ
τὴ σέβονται καὶ τὴ γνωρίζουν,
τὴν προσκυνοῦν καὶ τὴ λατρεύουν
στὰ πρόσωπα
τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.