Παρασκευή 8 Μαρτίου 2013


Ο αββάς Παύλος είπε:
“Μέχρι τον λαιμό είμαι βυθισμένος σε βούρκο και κλαίω μπροστά στον Κύριο λέγοντας: Ελέησέ με”.

Έλεγαν για τον αββά Σεραπίωνα, ότι η ζωή του ήταν σαν ενός πουλιού.
Δεν απόκτησε ποτέ κανένα πράγμα του κόσμου αυτού ούτε έμεινε σε κελί, αλλά τυλιγμένος ένα σεντόνι και κρατώντας ένα μικρό Ευαγγέλιο τριγυρνούσε έτσι σαν να μην είχε σώμα.
Πολλές φορές τον έβρισκαν να κάθεται στον δρόμο έξω από ένα χωριό και να κλαίει γοερά και τον ρωτούσαν:
“Γέροντα, γιατί κλαις έτσι;”
Κι εκείνος τους απαντούσε:
“Ο Κύριος μου, μου εμπιστεύθηκε τα πλούτη του, αλλά εγώ τα έχασα, γι αυτό θέλει να με τιμωρήσει”.
Εκείνοι, σαν τον άκουγαν, νόμιζαν ότι μιλάει για χρυσάφι και πολλές φορές του έριχναν ένα κομμάτι ψωμί και του έλεγαν:
“Αδελφέ, δέξου το αυτό και φάε, όσο για τα πλούτη που έχασες, ο Θεός έχει τη δύναμη να σου τα στείλει”.
Και ο Γέροντας αποκρινόταν: “Αμήν”.

Είπε η αμμάς Συγκλητική:
“Αυτούς που πρωτοέρχονται στον Θεό τους περιμένει αγώνας και κόπος πολύς, ύστερα όμως ακολουθεί χαρά ανείπωτη.
Όπως ακριβώς αυτοί που θέλουν ν΄ ανάψουν φωτιά, στην αρχή καπνίζονται και τα μάτια τους δακρύζουν και κατόπιν πετυχαίνουν αυτό που θέλουν. Και μάλιστα η Γραφή λέει, “ο Θεός μας είναι φωτιά που κατακαίει”.
Έτσι πρέπει κι εμείς τη θεϊκή φωτιά να την ανάψουμε μέσα μας με δάκρυα και κόπο”.

Είπε ο αββάς Υπερέχιος:
“Ο μοναχός τη νύκτα την κάνει μέρα αγρυπνώντας και επιμένοντας στην προσευχή.
Έτσι κατανύσσοντας την καρδιά του χύνει δάκρυα και επικαλείται από τον ουρανό έλεος”.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου