Κάποιοι αδελφοί επισκέφθηκαν τον αββά Φίλικα, έχοντας μαζί τους ανθρώπους κοσμικούς, και τον παρακάλεσαν να τους πει ένα λόγο, αλλά ο Γέροντας σιωπούσε.
Καθώς όμως τον παρακαλούσαν πολλή ώρα, τους είπε: “Θέλετε ν΄ ακούσετε κάποιο λόγο; ”
Του λένε: “Ναι, αββά”, και ο Γέροντας τους είπε:
“Τώρα πια δεν υπάρχει λόγος.
Άλλοτε, όταν ρωτούσαν τους Γέροντες οι αδελφοί και έκαμναν όσα τους έλεγαν, ο Θεός τους φώτιζε πώς να μιλήσουν.
Τώρα όμως, επειδή ρωτούν βέβαια, αλλά δεν τηρούν αυτά που ακούν, ο Θεός πήρε από τους Γέροντες τη χάρη κι έτσι δεν βρίσκουν τι να πουν, γιατί ακριβώς δεν υπάρχει αυτός που θα τα εφαρμόσει”.
Όταν τα άκουσαν αυτά οι αδελφοί στέναξαν και είπαν: “Αββά, προσευχήσου για μας”.
Διηγήθηκε ένας Γέροντας ότι κάποιος αδελφός ήθελε να φύγει για να μονάσει, αλλά τον εμπόδιζε η ίδια η μητέρα του.
Αυτός όμως δεν παραιτούνταν από τον σκοπό του και έλεγε: “Θέλω να σώσω την ψυχή μου”.
Η μητέρα του αν και προσπάθησε πολύ να τον εμποδίσει, δεν τα κατάφερε και τελικά υποχώρησε στην επιθυμία του.
Έφυγε λοιπόν, έγινε και μοναχός, αλλά ξόδεψε τη ζωή του με αμέλεια.
Κάποτε πέθανε η μητέρα του και μετά από ένα χρονικό διάστημα συνέβη να αρρωστήσει κι αυτός πολύ βαριά και κάποια στιγμή ήρθε σε έκσταση και αρπάχθηκε στην κρίση, εκεί βρήκε τη μητέρα του ανάμεσα στους κατάδικους.
Εκείνη λοιπόν, μόλις τον είδε, έκπληκτη του λέει: “Τι συμβαίνει, παιδί μου;
Και συ καταδικάσθηκες να΄ ρθεις στον τόπο αυτό; Και πού πήγαν τα λόγια που έλεγες; Θέλω να σώσω την ψυχή μου;”
Ντροπιάστηκε βέβαια μ΄ αυτά που άκουσε και στεκόταν καταλυπημένος μη μπορώντας να της δώσει καμιά απάντηση.
Οικονόμησε όμως ο φιλάνθρωπος Θεός και μετά το όραμα αυτό ανέλαβε από την ασθένειά του.
Και επειδή σκέφθηκε ότι από τον Θεό του έγινε μια τέτοια επίσκεψη, έγινε έγκλειστος και φρόντιζε για τη σωτηρία του, μετανοώντας και κλαίοντας για όσα μες στην αμέλεια του έκανε πιο μπροστά.
Και τόσο μεγάλη ήταν η κατάνυξή του, ώστε πολλοί τον παρακαλούσαν να υποχωρήσει λίγο, μήπως και πάθει κάποια ζημιά από το υπερβολικό κλάμα.
Αυτός όμως δεν παρηγοριόταν με τίποτε και έλεγε:
“Εάν δεν μπόρεσα να αντέξω τον εξευτελισμό από τη μητέρα μου, πώς θα σηκώσω κατά την ημέρα της κρίσεως την αισχύνη μπροστά στον Χριστό και τους αγίους αγγέλους;”
Είπε κάποιος Γέροντας:
“Εάν υπήρχε περίπτωση, κατά την παρουσία του Θεού μετά την ανάσταση, να ξεψυχήσουν από φόβο οι άνθρωποι, όλος ο κόσμος θα πέθαινε από τρόμο και έκπληξη.
Τι θέαμα θα είναι να βλέπει κανείς να ανοίγουν οι ουρανοί και τον Θεό να εμφανίζεται με οργή και αγανάκτηση και αναρίθμητες στρατιές αγγέλων, και μαζί ολόκληρη την ανθρωπότητα!
Γι αυτό οφείλουμε να ζούμε έτσι, ωσάν κάθε μέρα να ζητάει ο Θεός να λογοδοτούμε για τον τρόπο της ζωής μας”.
Ένας αδελφός ρώτησε κάποιον Γέροντα:
“Πώς έρχεται ο φόβος του Θεού στις ψυχές; ”
Ο Γέροντας απάντησε:
“Αν ο άνθρωπος έχει την ταπείνωση και την ακτημοσύνη και το να μην κρίνει τους άλλους, θα ΄ρθει ο φόβος του Θεού σ΄ αυτόν”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου